Αγγλικός όρος
emergency
Ορισμός
1. Μια επείγουσα κατάσταση που εκλαμβάνεται από τον ασθενη ότι απαιτεί άμεση ιατρικη η χειρουργικη εκτίμηση η
θεραπεία.
2. Μια μη αναμενόμενη σοβαρη κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει ένα μεγάλο αριθμό κακώσεων, οι οποίες συνηθως απαιτούν
άμεση αντιμετώπιση.
Ετυμολογία
[Λατ. emergere, εγείρω, σηκώνω]