Αγγλικός όρος
eschar
Ορισμός
Νεκρωτικό υλικό που αποβάλλεται από την επιφάνεια του δέρματος, ιδίως μετά από έγκαυμα. Το υλικό έχει συχνά κρούστα ή είναι εφελκιδοποιημένο.
Ετυμολογία
[Ελλ. eschara, εσχάρα]
Νεκρωτικό υλικό που αποβάλλεται από την επιφάνεια του δέρματος, ιδίως μετά από έγκαυμα. Το υλικό έχει συχνά κρούστα ή είναι εφελκιδοποιημένο....
eschar
Νεκρωτικό υλικό που αποβάλλεται από την επιφάνεια του δέρματος, ιδίως μετά από έγκαυμα. Το υλικό έχει συχνά κρούστα ή είναι εφελκιδοποιημένο.
[Ελλ. eschara, εσχάρα]