Αγγλικός όρος

glycerin

Ορισμός

Mια τριυδρική αλκοόλη, τριυδροξυπροπάνιο, που βρίσκεται ως χημική ένωση σε όλα τα λιπίδια. Είναι ένα κολλώδες, άχρωμο υγρό, διαλυτό στο νερό και στην αλκοόλη σε κάθε αναλογία. Παρασκευάζεται στο εμπόριο από την υδρόλυση των λιπών, ειδ. κατά τη διάρκεια της παρασκευής σαπουνιού, και χρησιμοποιείται ευρέως ως διαλύτης, συντηρητική ουσία και μαλακτική ουσία σε διάφορες παθήσεις του δέρματος. Όταν χορηγηθεί από το στόμα, ελαττώνει την ενδοκράνια πίεση και προεγχειρητικά την ενδοφθάλμια πίεση στο γλαύκωμα.

Συνώνυμο

glycerol