Αγγλικός όρος

clinical trial

Ορισμός

Προσεκτικά σχεδιασμένη και εκτελεσμένη διερεύνηση των επιδράσεων ενός φαρμάκου χορηγούμενου σε ανθρώπινα όντα. Ο στόχος είναι να προσδιορισθεί η κλινική αποτελεσματικότητα και οι φαρμακολογικές επιδράσεις (τοξικότητα, παρενέργειες, ασυμβατότητες ή αλληλεπιδράσεις). Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, απαιτεί αυστηρό έλεγχο όλων των νέων φαρμάκων πριν από την έγκρισή της χρήσης τους ως θεραπευτικών παραγόντων.