Αγγλικός όρος
saturated
Ορισμός
Αυτός που κρατάει όλα όσα είναι δυνατό να απορροφηθούν, ή/και να προσληφθούν. Κορεσμένο διάλυμα είναι εκείνο στο οποίο δεν είναι δυνατό να διαλυθεί επιπλέον ουσία. Επίσης αυτός ο όρος χρησιμοποιείται σε υδρογονάνθρακες με το μέγιστο αριθμό ιόντων υδρογόνου και στους οποίους δεν υπάρχουν διπλοί ή τριπλοί δεσμοί μεταξύ των ατόμων άνθρακα. Ο όρος επίσης αναφέρεται στο σύμπλεγμα αιμοσφαιρίνης-οξυγόνου των ερυθροκυττάρων όταν δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αναστρέψιμη πρόσδεση οξυγόνου στην αιμοσφαιρίνη.
Ετυμολογία
[Λατ. saturare, γεμίζω]