Αγγλικός όρος
saturation
Ορισμός
1. Κατάσταση κατά την οποία σε ένα διάλυμα διαλύεται η μέγιστη ποσότητα ουσίας που μπορεί να διαλυθεί. Η προσθήκη
επιπλέον ποσοτήτων της ουσίας δε δύναται να μεταβάλλει τη συγκέντρωσή της στο διάλυμα.
2. Στην οργανική χημεία, η κάλυψη όλων των σθενών των
ατόμων άνθρακα έτσι ώστε να μη σχηματίζονται διπλοί ή τριπλοί δεσμοί μεταξύ τους.