Αγγλικός όρος
pupil
Ορισμός
Το συστελλόμενο άνοιγμα στο κέντρο της ίριδας του οφθαλμού. Συσπάται όταν εκτίθεται σε δυνατό φως και όταν εστιάζεται ο οφθαλμός σε
ένα κοντινό αντικείμενο. Διαστέλλεται στο σκοτάδι και όταν εστιάζεται ο οφθαλμός σε ένα μακρινό αντικείμενο. Η μέση διάμετρος της είναι 4-5 mm. Οι κόρες
πρέπει να είναι ίσες.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Συστολή της κόρης λαμβάνει χώρα για παράδειγμα σε λαμπερό φως και μετά από λήψη φαρμάκων,
όπως μορφίνη, πιλοκαρπίνη, φυσοστιγμίνη, εσε-ρίνη και άλλες ουσίες, που προκαλούν μύση.
Διαστολή της κόρης παρατηρείται συχνότερα μετά
την θεραπεία με μυδριατικά φάρμακα (όπως ατροπίνη, σκοπολαμίνη ή οματροπίνη), αλλά μπορεί να προκληθεί επίσης και από παράλυση του 3ου κρανιακού
νεύρου, ενδοκρανιακές μάζες ή τραύματα, διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και άλλα ερεθίσματα της κόρης.
Ετυμολογία
[Λατ. pupila]
Υπώνυμος όρος
Adies pupil
artificial pupil
bounding pupil
Bumkes pupil
cats-eye pupil
cornpickers
pupil
fixed pupil
keyhole pupil
luetic pupil
occlusion of the pupil
pinhole pupil
stiff pupil
tonic pupil