Αγγλικός όρος
cyanosis
Ορισμός
Κυανωπός, φαιός, γαλανός, ή βαθύς πορφυρός αποχρωματισμός του δέρματος, ή των βλεννογόνων μεμβρανών, προκαλούμενος
από αποοξυγονωμένη, ή ελαττωμένη αιμοσφαιρίνη στο αίμα. Η κυάνωση εντοπίζεται συχνότερα στους υποξυαιμικούς ασθενείς και σπανίως σε ασθενείς με
μεθαιμοσφαιριναιμίες. Περιστασιακώς, η κυανωπή αποχρωση του δέρματος, η οποία ομοιάζει επιφανειακά με την κυάνωση, προέρχεται από την έκθεση
στοψύχος. Στους πολύ νεαρούς ασθενείς, η κυάνωση μπορεί να υποδεικνύει συγγενή καρδιακή πάθηση.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Αυτή η κατάσταση
προκαλείται συνήθως από την ανεπαρκή οξυγόνωση της κυκλοφορίας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Παρέχεται συμπληρωματική οξυγόνωση στους κυανωτικούς
ασθενείς, οι οποίοι είναι αποδεδειγμένως υποξυαιμικοί.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η οξυμετρία, ή η ανάλυση των αερίων του αρτηριακού αίματος, πρέπει να
χρησιμοποιηθούν για να προσδιορισθεί εάν ο ασθενής οξυγονώνεται επαρκώς. Η επανάπαυση μόνο στην εμφάνιση του δέρματος και των βλεννογόνων
μπορεί να επιφέρει εσφαλμένη διάγνωση.
Ετυμολογία
["+ -osis,κατάσταση]
Υπώνυμος όρος
central cyanosis
circumoral cyanosis
congenital cyanosis
delayed cyanosis
enterogenous cyanosis
peripheral cyanosis
cyanosis retinae
tardive cyanosis