Αγγλικός όρος

lymphocyte

Ορισμός

Ένα λευκό αιμοσφαίριο, υπεύθυνο για μεγάλο τμήμα της ανοσολογικής προστασίας του οργανισμού. Στο αίμα κυκλοφορούν λιγότερα από το 1%, με τα υπόλοιπα να βρίσκονται στους λεμφαδένες, στον σπλήνα και σε άλλα λεμφικά όργανα, όπου μεγιστοποιείται η επαφή με τα ξένα αντιγόνα.

Η διάμετρος των λεμφοκυττάρων κυμαίνεται από 5 έως 12 οι υποπληθυσμοί μπορούν να αναγνωρισθούν από μοναδικές ομάδες πρωτεϊνών στην κυτταρική επιφάνεια, που ονομάζονται συμπλέγματα διαφοροποίησης. Τα Τ κύτταρα, τα οποία προέρχονται από το θύμο αδένα, αποτελούν περίπου το 75% του συνόλου των λεμφοκυττάρων· τα Β κύτταρα, τα οποία προέρχονται από το μυελό των οστών, αποτελούν το 10%. Μια τρίτη κατηγορία είναι τα φυσικά φονικά κύτταρα. Στο αίμα, το 20% με 40% των λευκών αιμοσφαιρίων είναι λεμφοκύτταρα.

Ετυμολογία

Λατ. lympha,λέμφος + kytos, κύτταρο

Υπώνυμος όρος

activated lymphocyte
lymphocyte activation
autoreactive lymphocyte
B lymphocyte
self-reactive lymphocyte
T lymphocyte
tumor-infiltrating lymphocyte