Αγγλικός όρος
detail
Ορισμός
1. Λεπτομέρεια. Στην ακτινολογία, η οξύτητα με την οποία παρουσιάζεται η εικόνα σε μια ακτινογραφία.
2. Στη φαρμακολογία, η
παροχή προσωπικής επιμόρφωσης σχετικά με την φαρμακολογία, τις χρήσεις και τις παρενέργειες ενός φαρμάκου.