Αγγλικός όρος

transfusion

Ορισμός

1. Η συλλογή αίματος ή ενός συστατικού αίματος από ένα δότη ακολουθούμενη από την έγχυσή του σε έναν δέκτη. Στις ΗΠΑ, πάνω από 12 εκατομμύρια παράγωγα αίματος μεταγγίζονται καθημερινώς.

2. Η ένεση ορού ή άλλων διαλυμάτων σε μία φλέβα για θεραπευτικό σκοπό.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Παρ όλο που ο κίνδυνος της μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από το αίμα στην Ευρώπη και Νότια Αμερική είναι πολύ μικρός, οι μεταγγίσεις ακόμη σχετίζονται με σημαντικούς κινδύνους. Αυτοί περιλαμβάνουν τον κίνδυνο αλλεργικών αντιδράσεων, μεταγγιστικών αντιδράσεων, υπερφόρτωση υγρού, υπερφόρτωση σιδήρου, αιμόλυση, αλλοανοσοποίηση, βλάβη πνευμόνων και αυξημένη πιθανότητα θανάτου από ορισμένες κρίσιμες ασθένειες.

Ετυμολογία

[" + fusio, ροή]

Υπώνυμος όρος

autologous blood transfusion
blood transfusion
cadaver blood transfusion
delayed reaction transfusion
direct transfusion
exchange transfusion
feto-fetal transfusion
indirect transfusion
replacement transfusion
single unit transfusion
transfusion trigger
twin-twin transfusion