Αγγλικός όρος

mineral

Ορισμός

1. Μέταλλο. Ένα ανόργανο στοιχείο ή μια ένωση που υπάρχει στη φύση, ειδικά ένα που είναι στερεό.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Τα μέταλλα είναι απαραίτητα συστατικά των κυττάρων· σχηματίζουν το μεγαλύτερο τμήμα των σκληρών μερών του σώματος (οστά, δόντια, νύχια)· είναι απαραίτητα συστατικά των αναπνευστικών χρωστικών, ενζύμων και ενζυμικών συστημάτων· ρυθμίζουν τη διαπερατότητα των κυτταρικών μεμβρανών και τριχοειδών· ρυθμίζουν τη διεγερσιμότητα του μυϊκού και νευρικού ιστού, είναι απαραίτητα για τη ρύθμιση της ισορροπίας της οσμωτικής πίεσης· είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της κατάλληλης οξεοβασικής ισορροπίας· είναι απαραίτητα συστατικά των εκκρίσεων των αδένων· παίζουν σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό του νερού και τη ρύθμιση του όγκου του αίματος.

ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ: Επειδή τα μεταλλικά άλατα και το νερό απεκκρίνονται ημερησίως από το σώμα, πρέπει να αντικαθίστανται μέσω πρόσληψης από τις τροφές. Οι ημερήσιες ανάγκες των κύριων μετάλλων για έναν υγιή ενήλικα είναι ως ακολούθως: ασβέστιο και φωσφόρος 800 με 1200 mg χαλκός 1,5 με 3 mg ιώδιο 150 μg (μικρογραμμάρια)· μαγνήσιο 280 με 400 mg κάλιο 2000 mg, νάτριο περίπου 500 mg. Η ημερήσια πρόσληψη χλωριούχου νατρίου θα πρέπει να περιορίζεται στα 6 γραμμάρια (2,4 γραμμάρια νατρίου) ή λιγότερο κάθε μέρα. Οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες για αναπτυσσόμενα παιδιά και έγκυες γυναίκες και σε συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις.

2. Ανόργανος· ο μη προερχόμενος από φυτάή ζώα.

3. Ο κορεσμένος με μέταλλα, όπως το μεταλλικό νερό.

4. Μεταλλικός. Ο έχων σχέση με τα μέταλλα.

Ετυμολογία

[Λατ. minerale]