Αγγλικός όρος

transplantation

Ορισμός

1. Η μεταμόσχευση ζώντος ιστού από την φυσιολογική του θέση σε άλλη θέση ή η μεταμόσχευση ενός οργάνου ή ιστού από ένα άτομο σε ένα άλλο. Όργανα και ιστοί που έχουν μεταμοσχευθεί επιτυχώς περιλαμβάνουν: καρδιά, πνεύμονα, νεφρό, ήπαρ, πάγκρεας, κερατοειδή, μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, τένοντες, χόνδρο, δέρμα, οστό και μυελό των οστών. Ο εγκεφαλικός ιστός έχει μεταμοσχευθεί πειραματικά για την θεραπεία ασθενών με νόσο του Parkinson. Η σύγκριση ιστοσυμβατότητας αντιγόνων που διαφοροποιούν τα κύτταρα κάποιου ατόμου από τα κύτταρα άλλου ατόμου βοηθά στην αποφυγή απόρριψης των ιστών του δότη. Κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους, κορτικοστεροειδή, μονοκλωνικά αντισώματα και άλλοι ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες είναι κατά περίπου 80% αποτελεσματικοί στην αποφυγή απόρριψης των μεταμοσχευμένων οργάνων για 2 ή περισσότερα έτη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ασθενείς οι οποίοι έχουν λάβει μοσχεύματα οργάνων και που διατηρούνται με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα πρέπει γενικώς να αποφεύγουν εμβολιασμό με ζώντες, εξασθενημένους οργανισμούς, εκτός και αν αυτοί οι εμβολιασμοί έχουν εγκριθεί ειδικά από επαγγελματίες της υγείας. Ανενεργά εμβόλια συνήθως προτιμώνται σε αυτούς τους ασθενείς.

2. Στην οδοντιατρική, η μεταφορά ενός οδόντα από ένα φατνίο σε ένα άλλο.

Υπώνυμος όρος

allogeneic transplantation
autologous transplantation
autologous bone marrow transplantation
autoplastic transplantation
bone marrow transplantation
double transplantation
fat transplantation
hair transplantation
heart transplantation
heteroplastic transplantation
heterotopic transplantation
homoplastic transplantation
homotopic transplantation
kidney transplantation
renal transplantation
small transplantation
intestine transplantation
syngeneic transplantation
tandem transplantation