Αγγλικός όρος
myelitis
Ορισμός
1. Φλεγμονή του νωτιαίου μυελού, που προκύπτει είτε από μια λοίμωξη (π.χ., μια ιογενή ή βακτηριακή λοίμωξη) είτε από μη λοιμώδη
νέκρωση ή απομυελινωτική βλάβη του μυελού. Οι ασθενείς συχνά εκδηλώνουν χαλαρή παράλυση των άκρων, ακράτεια, αδυναμία ή αιμωδία των άκρων και
άλλα συμπτώματα.
2. Φλεγμονή του μυελού των αστών.
Ετυμολογία
[" + -itis, φλεγμονή]
Υπώνυμος όρος
acute
myelitis
acute ascending myelitis
acute transverse myelitis
bulbar myelitis
central myelitis
compression myelitis
descending
myelitis
disseminated myelitis
focal myelitis
hemorrhagic myelitis
sclerosing myelitis
transverse myelitis
traumatic myelitis