Αγγλικός όρος

myxoma

Ορισμός

Όγκος που αποτελείται από βλεννώδη συνδετικό ιστό, παρόμοιο με αυτόν που είναι παρών στο έμβρυο ή στον ομφάλιο λώρο. Τα κύτταρα είναι αστεροειδή ή ατρακτοειδή και χωρίζονται από βλεννώδη ιστό. Οι όγκοι είναι συνήθως μαλακοί, φαιοί, λοβώδεις και διαφανείς και δεν είναι εντελώς εγκυστωμένοι. Τα μυξώματα μπορεί να είναι αμιγή ή μικτών τύπων και να περιέχουν και άλλους τύπους ιστού.

Πληθυντικός

myxomas ή myxomata

Ετυμολογία

[" + oma, όγκος]

Υπώνυμος όρος

cartlaginous myxoma
cystic myxoma
enchondromatous myxoma
erectile myxoma
fibrous myxoma
intracanalicular myxoma
odontogenic myxoma
telangiectatic myxoma
vascular myxoma