Αγγλικός όρος
paralysis
Ορισμός
1. Απώλεια της αισθητικότητας, αναισθησία.
2. Απώλεια της εκούσιας κινητικότητας, συνήθως ως αποτέλεσμα
νευρολογικής νόσου (π.χ. εγκεφαλικού επεισοδίου και τραυματισμού του νωτιαίου μυελού), φαρμάκων ή τοξινών. Η απώλεια της κινητικής λειτουργίας μπορεί
να είναι ολοκληρωτική και πλήρης (παράλυση) ή μερική (πάρεση), ετερόπλευρη (ημιπληγία) ή αμφίπλευρη (διπληγία), να περιορίζεται στα κάτω άκρα
(παραπληγία) ή να αφορά και τα τέσσερα άκρα (τετραπληγία), να συνοδεύεται από αυξημένη μυϊκή τάση και να υπερενεργά αντανακλαστικά (σπαστική
παράλυση) ή από απώλεια των αντανακλαστικών και του τόνου (χαλαρή παράλυση).
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής παραπέμπεται στους
θεραπευτές αποκατάστασης για αξιολόγηση των κινητικών και αισθητικών του ικανοτήτων (μέγεθος των μυών, μυϊκός τόνος και ισχύς, αντανακλαστικά ή
ακούσια κίνηση, αντίδραση στο άγγιγμα ή στα επώδυνα ερεθίσματα). Ο ασθενής τοποθετείται σε τέτοια θέση, ώστε να αποφευχθούν παραμορφώσεις.
Εκτελούνται παθητικές κινήσεις στα προσβεβλημένα άκρα, ώστε να αποφευχθούν συσπάσεις. Αλλάζεται συχνά η θέση του ασθενούς, για την πρόληψη των
κατακλίσεων. Αξιολογούνται οι τοπικές και οι συστηματικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της κόπωσης. Η ομάδα αποκατάστασης εκτιμά και παρίσταται
σε κάθε έλλειψη αυτοεξυπηρέτησης που ενδέχεται να έχει ο ασθενής. Παρέχεται υποστήριξη στον ασθενή και στην οικογένειά του, για να τους βοηθήσει
στην αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων, της λύπης και της απώλειας της ανταπόκρισης. Παρέχεται βοήθεια στον ασθενή, ώστε να αποκτήσει το
βέλτιστο επίπεδο λειτουργικότητας και να προσαρμοστεί στην αναπηρία του.
Οι κύριες ανησυχίες περιλαμβάνουν τη λειτουργική τοποθέτηση του
ασθενούς, την πρόληψη παραμορφώσεων που προκαλούνται δευτεροπαθώς από την σπαστική παράλυση και την πρόληψη των τραυματισμών όταν δεν
υπάρχει αισθητικότητα. Μπορεί να προγραμματιστεί κάποιο σχέδιο επανεκπαίδευσης και αντιρροπιστικής εκγύμνασης των μυών. Οι λειτουργικές συσκευές
όρθωσης και άλλες επικουρικές συσκευές ενδέχεται να αποβούν αναγκαίες για την αυτοεξυπηρέτηση του ασθενούς και για την εκτέλεση άλλων καθημερινών
αναγκών. Παρέχεται υποστήριξη στον ασθενή και στην οικογένεια του για να αντιμετωπίσουν τις ψυχολογικές ανησυχίες.
Συνώνυμο
palsy
Υπώνυμος όρος
paralysis of accommodation
acoustic paralysis
paralysis agitans
alcoholic paralysis
anesthesia
paralysis
arsenical paralysis
Bell′s paralysis
birth paralysis
brachial paralysis
brachiofacial paralysis
bulbar
paralysis
complete paralysis
compression paralysis
conjugate paralysis
crossed paralysis
crutch paralysis
decubitus
paralysis
diphttheric paralysis
diver′s paralysis
Duchenne-Erb paralysis
facial paralysis
flaccid paralysis
general
paralysis
ginger paralysis
glossolabial paralysis
Gubler′s paralysis
hyperkalemic paralysis
hypokalemic periodic paralysis
hysterical paralysis
immunological paralysis
incomplete paralysis
infantile paralysis
infantile cerebral ataxic paralysis
ischemic paralysis
Jamaica ginger paralysis
Klumpke′s paralysis
Landry′s paralysis
laryngeal paralysis
lead
paralysis
leaden paralysis
local paralysis
mimetic paralysis
mixed paralysis
muscular paralysis
musculospiral paralysis
nuclear paralysis
obstetrical paralysis
ocular paralysis
postdipththeritic paralysis
posticus paralysis
Pott′s paralysis
pressure paralysis
primary periodic paralysis
progressive bulbar paralysis
pseudobulbar paralysis
pseudohypertrophic
muscular paralysis
radial paralysis
Saturday night paralysis
sensory paralysis
sleep paralysis
spastic paralysis
spinal
paralysis
Sunday morning paralysis
tick-bite paralysis
tourniquet paralysis
vasomotor paralysis
vocal paralysis
Volkmann′s paralysis
wasting paralysis