Αγγλικός όρος
distortion
Ορισμός
1. H στρέβλωση ή απόκλιση από το κανονικό σχήμα.
2. Οι συσπάσεις ή οι παραμορφώσεις, όπως οι κινήσεις των μυών του
προσώπου.
3. H παραμόρφωση που αλλάζει το σχήμα μέρους ή όλης της δομής.
4. Στην οφθαλμολογία, η οπτική αντίληψη μιας
εικόνας που απέχει από την πραγματική εικόνα, λόγω αστιγματισμού ή ανωμαλιών του αμφιβληστροειδούς.
5. Στην ψυχιατρική, η διαδικασία της
τροποποίησης ασυνείδητων στοιχείων της νόησης, έτσι ώστε αυτά να εισέρχονται στη συνείδηση χωρίς να λογοκρίνονται.
6. Στην ακτινολογία, η
διαφορά στο μέγεθος και το σχήμα μιας ακτινολογικής εικόνας σε σύγκριση με το πραγματικό υπό εξέταση στοιχείο.
7. H διαφορά στο πλάτος ή τη
συχνότητα ενός σήματος που μπορεί να έχει προκληθεί από υπερκέραση του ενισχυτή στο κύκλωμα.
Ετυμολογία
[Λατ. distortio, διαστρέβλωση]