Αγγλικός όρος
paranoia
Ορισμός
Κατάσταση κατά την οποία οι ασθενείς επιδεικνύουν μόνιμες παραισθήσεις καταδίωξης ή παραισθησιακή ζήλια. Η διαταραχή
πρέπει να είναι μόνιμη, διαρκώντας τουλάχιστον μια εβδομάδα. Μπορεί να συνοδεύεται από συμπτώματα σχιζοφρένειας, όπως παράξενες παραισθήσεις ή
ασυναρτησία. Δεν υπάρχουν σημαντικές ψευδαισθήσεις, ενώ το πλήρες καταθλιπτικό ή μανιακό σύνδρομο, είτε λείπει είτε έχει σύντομη διάρκεια. Η νόσος
δεν οφείλεται σε οργανική νόσο του εγκεφάλου.
Η διαταραχή, η οποία συνήθως λαμβάνει χώρα κατά τη μέση ηλικία ή αργότερα και μπορεί να
είναι χρόνια, περιλαμβάνει συχνά οργή και θυμό που μπορούν να οδηγήσουν στην άσκηση βίας. Τα παρανοϊκά άτομα σπάνια αναζητούν ιατρική βοήθεια,
αλλά οδηγούνται στον ιατρό από συναδέλφους ή συγγενείς.
Συνώνυμο
paranoid disorder
Ετυμολογία
[Ελλ. para, δίπλα + nous, νους]
Υπώνυμος όρος
erotomanic type paranoia
jealous type paranoia
litigious paranoia
somatic paranoia