Αγγλικός όρος

penicillin

Ορισμός

Αντιβιοτικό που παρασκευάζεται από πολλά είδη μούχλας, ειδικά από to Penicillium notatum και to Penicillium chrysogenum. Η πενικιλίνη είναι βακτηριοκτόνος και αναστέλλει την ανάπτυξη μερικών gram-θετικών βακτηρίων και μερικών σπειροχαιτών. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές πενικιλίνες, συμπεριλαμβανομένων των συνθετικών και η αποτελεσματικότητα τους ποικίλλει στους διάφορους οργανισμούς.

Υπώνυμος όρος

beta-tactamase resistant penicillin
penicillin G benzathine
penicittinase-resistant penicillin
penicillin V potassium