Αγγλικός όρος
delusion
Ορισμός
Ψευδής πεποίθηση η οποία παρουσιάζεται χωρίς το ανάλογο εξωτερικό ερέθισμα, ενώ έρχεται σε αντίφαση με την κεκτημένη γνώση και εμπειρία του ατόμου. Συνήθως απαντάται στις ψυχώσεις, στις οποίες οι ασθενείς δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αυταπάτη από την πραγματικότητα. Διαφέρει από την παραίσθηση αφού στην τελευταία εμπλέκεται η ψευδής διέγερση ενός ή περισσοτέρων αισθήσεων. Οι πλέον σοβαρές αυταπάτες είναι εκείνες που έχουν ως αποτέλεσμα οι ασθενείς να βλάψουν άλλα άτομα ή και τους εαυτούς τους (π.χ. ο φόβος ότι δηλητηριάζονται μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή στην άρνηση τροφής). Οι αυταπάτες μπορεί να οδηγήσουν στην αυτοκτονία ή τον αυτοτραυματισμό. Μεταξύ των ψευδών πεποιθήσεων μπορεί να είναι η εντύπωση ότι καταδιώκονται ή ότι είναι ένοχοι για κάποιο ασυγχώρητο αμάρτημα.
Ετυμολογία
[Λατ. deludere, εξαπατώ]
Υπώνυμος όρος
delusion of control
depressive delusion
expansive delusion
fixed delusion
delusion of grandeur
delusion of negation
nihilistic delusion
delusion of persecution
reference delusion
systematized delusion
unsystematized delusion