Αγγλικός όρος
treatment
Ορισμός
1. Ιατρική, χειρουργική, οδοντιατρική ή ψυχιατρική αντιμετώπιση ενός ασθενούς.
2. Ειδική διαδικασία που
χρησιμοποιείται για την θεραπεία ή την βελτίωση μίας νόσου ή παθολογικής κατάστασης.
Συγκεκριμένες θεραπείες παρατίθενται κάτω από το
πρώτο λήμμα.
Ετυμολογία
[Μεσ.Αγγλ. treten, μεταχειρίζομαι]