Αγγλικός όρος

replacement therapy

Ορισμός

Η θεραπευτική χρήση ενός φαρμάκου, το οποίο υποκαθιστά μία φυσιολογική ουσία του σώματος, η οποία είτε λείπει είτε είναι σε κατώτερα του φυσιολογικού επίπεδα (ινσουλίνη ή θυρεοειδική ορμόνη).