Αγγλικός όρος

nipple

Ορισμός

1. Η ορθωτική προεκβολή στο άκρο κάθε μαστού από την οποία εκβάλλουν οι γαλακτοφόροι αγωγού. Η θηλή προεκβάλλει από το κέντρο της εντονότερα χρωματισμένης άλου θηλής του μαστού. Τόσο η θηλή όσο και η άλως περιέχουν μικρούς σμηγματογόνους αδένες (αδένες του Montgomery) οι οποίοι εκκρίνουν μια προστατευτική, ελαιώδη ουσία.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Εκτίμηση: Οι οδηγίες και οι επιδείξεις με στόχο την υποβοήθηση των ασθενών να αυτοεξετάσσυν τα στήθη τους, πρέπει να περιλαμβάνουν την επιθεώρηση των θηλών και των αλών, για συμμετρία του σχήματος, του μεγέθους, του χρώματος και της υφής και να αναφέρουν οποιοδήποτε σημείο υποχώρησης, ή ενδείξεις απέκκρισης.

Σχετικές με εγκυμοσύνη: Οι προγεννητικές οδηγίες σχετικά με το θηλασμό και τη μεταγεννητική φροντίδα του στήθους, δίνουν έμφαση σε σημεία τα οποία πρέπει να αναφερθούν στον παρέχοντα ιατρική μέριμνα (πχ, ρηγμάτωση των θηλών, αναστροφή, ερύθημα ή αιμορραγία).

2. Τεχνητό υποκατάστατο της γυναικείας θηλής, το οποίο χρησιμοποιείται για το θηλασμό βρεφών από φιάλη. Πιπίλες σχήματος θηλής που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ικανοποίηση βρεφικών αναγκών για ρούφηγμα και για αυτοπαρηγορητική δραστηριότητα.

Συνώνυμο

mammae papilla teat

Ετυμολογία

[Αγγλ Σαξ neble, μικρή προεξοχή]

Υπώνυμος όρος

rater nipple
retracted nipple
nipple shield