Αγγλικός όρος

trypsin

Ορισμός

1. Ένα πρωτεολυτικό ένζυμο που σχηματίζεται στο έντερο από θρυψινογόνο. Καταλύει την υδρόλυση πεπτιδικών δεσμών σε μερικώς διασπασμένες πρωτεΐνες και ορισμένες φυσικές πρωτεΐνες, τα τελικά προϊόντα είναι αμινοξέα και ποικίλα πολυπεπτίδια.

Ετυμολογία

[Ελλ. tripsis, τριβή]