Αγγλικός όρος
thyroid hormone
Ορισμός
Μία ορμόνη που εκκρίνεται από τα θυλάκια του θυρεοειδούς αδένα. Οι δύο ενεργές θυρεοειδικές ορμόνες είναι η θυροξίνη (Τ4) και τριιωδοθυρονίνη (Τ3). Δρουν ως υποδοχείς σε ιστούς σε όλο το σώμα για να αυξήσουν την παραγωγή κυτταρικών πρωτεϊνών, τον μεταβολικό ρυθμό και τη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Ανεπάρκεια της θυρεοειδούς ορμόνης προκαλεί κλινικό υποθυρεοειδισμό· η περίσσεια προκαλεί υπερθυρεοειδισμό.
Κύριος όρος
hormone