Αγγλικός όρος

thyroid

Ορισμός

1. Θυρεοειδής αδένας.

2. Ο καθαρός, στεγνός, και κονιορτοποιημένος θυρεοειδής αδένας των ζώων (επίσης γνωστός ως θυρεοειδικό εκχύλισμα]. Το θυρεοειδικό απόσταγμα χρησιμοποιείται σπάνια για την αντιμετώπιση υποθυρεοειδισμού και βρογχοκήλης λόγω της απρόβλεπτης δράσης του.

Ετυμολογία

[" + eidos, τύπος, σχήμα]