Τα τελευταία 4 χρόνια απασχολούμαι σε νοσοκομειακές κλινικές που νοσηλεύονται καρκινοπαθείς και αιματολογικοί ασθενείς. Κάτι που συναντάει κανείς...
Τα τελευταία 4 χρόνια απασχολούμαι σε νοσοκομειακές κλινικές που νοσηλεύονται καρκινοπαθείς και αιματολογικοί ασθενείς. Κάτι που συναντάει κανείς συχνά είναι η άγνοια του ασθενή για την ακριβή του διάγνωση και ένα συνεχιζόμενο προβληματισμό των επαγγελματιών υγείας για το πώς να διαχειριστούν ορθότερα αυτό το θέμα.
Καταρχήν, ένα μεγάλο κομμάτι σχετίζεται με τις αντιδράσεις των συγγενών του ασθενούς, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να τον υποστηρίξουν καλύτερα θεωρούν ορθότερο να αποκρύψουν συγκεκριμένες λέξεις, όπως ”καρκίνος”, ”λευχαιμία”, ”λέμφωμα” και να παρακαλέσουν/ παρακινήσουν το ιατρικό προσωπικό να ακολουθήσει αυτή την τακτική γιατί ο ασθενής ”δε θα το αντέξει αν το μάθει”.
Κατ’ επέκταση, το προσωπικό βρίσκεται συνεχώς στο δίλημμα πόσες πληροφορίες να παρέχει στον ασθενή ώστε να διευκολύνει την προσαρμογή του στη νόσο με αποτέλεσμα κάποιες φορές ο ασθενής να μαθαίνει τυχαία, βδομάδες ή και μήνες αργότερα, από τι ακριβώς πάσχει.
Ο προσωπικός μου προβληματισμός έχει να κάνει με τη συνολική αντιμετώπιση και φροντίδα του Έλληνα ασθενή, όπου οι αγαπημένοι του καλούνται να ορίσουν και να καλύψουν πρακτικές και ψυχολογικές του ανάγκες. Και νομίζω πως η ανάληψη τέτοιας ευθύνης από τους συγγενείς μακροπρόθεσμα αδρανοποιεί τον ασθενή και του μεταφέρει το μήνυμα πως τελικά δεν είναι σε θέση ο ίδιος να επιλέξει και να διαχειριστεί αποφάσεις που αφορούν στο ίδιο του το σώμα.
Έχω αντιμετωπίσει περιστατικά που οι συγγενείς αποφασίζουν για το αν τελικά ο ασθενής θα υποβληθεί σε χημειοθεραπεία. Αν αυτή είναι μια απόφαση που αφορά σε ασθενείς τελικού σταδίου, δε χρειάζεται να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα του ασθενούς να πεθάνει προσπαθώντας ή ζώντας το τελευταίο διάστημα όπως εκείνος επιθυμεί (πχ, σε οικείο περιβάλλον, χωρίς παρενέργειες θεραπείας)?
Θα ήθελα να ακούσω γνώμες άλλων ανθρώπων, κυρίως για να καταλάβω καλύτερα τις ανάγκες που καλύπτει η αποσιώπηση μιας διάγνωσης.