Ο φόβος αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας. Αν και μας οδηγεί στη βίωση ενός δυσάρεστου συναισθήματος, το οποίο συχνά συνοδεύεται και από μια σειρά σωματικών συμπτωμάτων τα οποία προκαλούν δυσφορία στο άτομο, ο φόβος βοηθά στο να επιβιώνουμε και να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τους διάφορους κινδύνους της ζωής. Εάν, για παράδειγμα, δεν φοβόμαστε τη φωτιά, κάθε φορά που θα ανάβαμε το μάτι της κουζίνας θα μπορούσαμε να καούμε. Εάν δεν φοβόμαστε να περπατήσουμε στην άκρη της ταράτσας, θα ήταν πιθανό να πέσουμε. Όταν, δηλαδή, οι φόβοι βιώνονται σε φυσιολογικά πλαίσια, μας προστατεύουν έναντι των διάφορων κινδύνων, συμβάλλοντας στην καλύτερη διαβίωσή μας.
Φόβος vs φοβία
Όμως, φόβος και φοβία είναι το ίδιο πράγμα; Συχνά, οι δύο όροι συγχέονται και υπάρχει η πεποίθηση πως δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Ωστόσο, αν και ο φόβος αποτελεί μια ωφέλιμη και συχνά απαραίτητη, για την επιβίωση του ατόμου, αντίδραση όταν έρχεται σε επαφή με επικίνδυνες καταστάσεις και γεγονότα, η φοβία έχει να κάνει με ένα πιο πολύπλοκο φαινόμενο της συμπεριφοράς, κατά το οποίο κυριαρχεί μια γενικευμένη αίσθηση φόβου και απειλής. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της φοβίας αποτελεί το γεγονός ότι το άτομο πιστεύει πως κινδυνεύει από κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση, το οποίο, όμως, στην πραγματικότητα δεν αποτελεί αντικειμενικό κίνδυνο. Πιο συγκεκριμένα, ο φόβος που αισθάνεται εκείνη τη στιγμή το άτομο είναι διογκωμένος, δηλαδή, δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το ερέθισμα και τον αντικειμενικό κίνδυνο που διατρέχει από αυτόν. Όταν, λοιπόν, ένας φόβος είναι υπερβολικός και παράλογος και διαρκεί ακόμα και όταν το άτομο δεν βρίσκεται σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα, κάνουμε λόγο για φοβία.
Τις περισσότερες φορές, το πρόβλημα διαιωνίζεται παρά αντιμετωπίζεται, καθότι το άτομο επιλέγει να αποφεύγει το φοβικό ερέθισμα, προκειμένου να μειώσει το αίσθημα άγχους και φόβου που αυτό θα του προκαλέσει. Έτσι, σταδιακά νιώθει όλο και πιο αδύναμο απέναντι στο αντικείμενο της φοβίας του, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η ζωή του μπορεί να γίνει δυσλειτουργική, λόγω ακριβώς αυτών των αποφυγών. Στις περιπτώσεις δε που έρχεται αντιμέτωπο με το φοβικό αντικείμενο, βιώνει υπέρμετρο άγχος, ένταση και απόγνωση, κατακλύζεται από ποικίλες αρνητικές σκέψεις ανάλογα με το είδος της φοβίας του (π.χ. Θα πέσω, θα πεθάνω, θα λιποθυμήσω, θα γίνω ρεζίλι, κ.λπ) και βιώνει δυσάρεστες σωματικές αντιδράσεις (π.χ. ζαλάδα, μούδιασμα των άκρων, κοκκίνισμα προσώπου, ταχυκαρδία, εφίδρωση, δύσπνοια, ξηροστομία, κ.λπ).
Οι φοβίες μπορεί να σχετίζονται με ποικίλα αντικείμενα ή καταστάσεις. Ωστόσο, συνήθως αναπτύσσονται σε σχέση με τα ζώα, τα φυσικά φαινόμενα και συγκεκριμένες καταστάσεις. Έτσι, κάνουμε λόγο για τις ειδικές φοβίες, οι οποίες θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στις παρακάτω κατηγορίες:
- Φόβος για διάφορα ζώα (π.χ. αράχνες, σκύλοι, κατσαρίδες, φίδια)
- Φόβος αίματος- ένεσης
- Φόβος καταστάσεων (π.χ. υψοφοβία, κλειστοφοβία)
- Φόβος προς κάθε ερέθισμα (π.χ. κλόουν, δυνατοί ήχοι, καιρικά φαινόμενα).
Οι ειδικές φοβίες μπορεί να εμφανίζονται μεμονωμένα αλλά και περισσότερες της μίας ταυτόχρονα στο ίδιο άτομο, οπότε και συγκροτούν μια ψυχική διαταραχή.
Πιο συγκεκριμένα, η υψοφοβία έχει να κάνει με τη βίωση έντονου και παράλογου φόβου όταν το άτομο βρίσκεται ακόμα και κάπου που δεν θεωρείται ιδιαίτερα ψηλά (π.χ. σκάλα, καρέκλα) και ειδικά όταν καλείται να κοιτάξει κάτω. Εάν, για παράδειγμα, κάποιος βρίσκεται στο μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας και κοιτάζει κάτω, νιώθει φόβο, πιστεύοντας ότι θα χάσει την ισορροπία του και θα πέσει. Εάν κάποιος ταξιδεύει με αεροπλάνο, πανικοβάλλεται ειδικά κατά την απογείωση. Μάλιστα, για όσους πάσχουν από ακροφοβία, είναι πιθανή ακόμα και η βίωση κρίσης πανικού στην περίπτωση που πλησιάσουν στην άκρη ενός γκρεμού ή μέρους με κενό από κάτω το οποίο δεν είναι προφυλαγμένο με ψηλά κάγκελα. Περίπου το 2-5% του γενικού πληθυσμού πάσχει από ακροφοβία, με τα ποσοστά να είναι διπλάσια για τις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται πως οι πιο συνηθισμένοι τύποι ειδικών φοβιών είναι η υψοφοβία και η ζωοφοβία, με την κλειστοφοβία και τον φόβο των ενέσεων να ακολουθούν στην κατάταξη.
Ποιες είναι οι αίτιες εμφάνισης των φοβιών;
Η αλήθεια είναι πως τα ακριβή αίτια εμφάνισης των φοβιών δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί. Η έναρξη μιας φοβίας μπορεί να σχετίζεται με τη βίωση ενός τραυματικού γεγονότος, ενώ άλλοτε δεν υπάρχει καμία τέτοια συσχέτιση. Το άτομο, δηλαδή, μαθαίνει να φοβάται επειδή ήρθε αντιμέτωπο με ένα ερέθισμα το οποίο αρχικά ήταν ουδέτερο, αλλά στη συνέχεια μετατράπηκε σε επικίνδυνο (π.χ. "Αλλάζω δρόμο όποτε βλέπω έναν σκύλο, γιατί όταν ήμουν μικρή με είχε δαγκώσει ένας σκύλος στη γειτονιά", "Δεν ανεβαίνω σε σκάλες, γιατί όταν κατέβαζα τα ρούχα από το πατάρι έπεσα και έσπασα το πόδι μου").
Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι είναι βιολογικά προγραμματισμένοι να φοβούνται (ένστικτο επιβίωσης) έτσι ώστε να επιβιώσουν από τους διάφορους κινδύνους. Αυτό, μάλιστα, ίσως να ισχύει και λίγο περισσότερο στις περιπτώσεις της υψοφοβίας και ακροφοβίας, έναντι των άλλων ειδικών φοβιών.
Σίγουρα, σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερη σημασία φαίνεται να διαδραματίζει όχι μόνο το γεγονός αυτό καθ' αυτό, όσο ο τρόπος με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τα ερεθίσματα γύρω του. Άλλωστε, είναι αμέτρητες οι περιπτώσεις ατόμων που έχουν έρθει αντιμέτωπα με αντίστοιχα δυσάρεστα συμβάντα, αλλά έχουν αντιδράσει τελείως διαφορετικά.
Αντιμετώπιση των φοβιών
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι αντιμετώπισης των φοβιών με κυριότερες τις ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις και τις φαρμακοθεραπείες.
Αναφορικά με τα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα θεραπείας φαίνεται πως η γνωσιακή και η γνωσιακή - συμπεριφοριστική θεραπεία είναι οι πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των φοβιών. Συνήθως, επιλέγεται η μέθοδος της "συστηματικής απευαισθητοποίησης", κατά την οποία το άτομο έρχεται σταδιακά σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα, με στόχο την αποσυσχέτισή του από τον φόβο που αυτό προκαλεί. Ο θεραπευόμενος ορίζει μια λίστα με καταστάσεις που τον φοβίζουν, βάσει αύξουσας σειράς. Έπειτα, σε συνεργασία με τον θεραπευτή του (Ψυχολόγο ή Ψυχίατρο) καλείται να αντιμετωπίσει μία - μία από αυτές, ξεκινώντας με εκείνη που του προκαλεί τα ηπιότερα συμπτώματα.
Πιο συγκεκριμένα, προσπαθεί να κατανοήσει τι είναι αυτό που φοβάται, πώς αντιδρά το σώμα του, τι νιώθει και πώς συμπεριφέρεται προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Έπειτα, το άτομο μαθαίνει διάφορους τρόπους μείωσης του φόβου του (π.χ. τεχνικές χαλάρωσης, σταδιακή έκθεση, κ.λπ). Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση της "κατακλυσμιαίας έκθεσης", κατά την οποία το άτομο έρχεται άμεσα και απότομα σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα. Η μέθοδος αυτή, χρησιμοποιείται πιο σπάνια.
Αναφορικά με την ψυχοφαρμακολογία, η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή επιλέγεται από τον Ψυχίατρο. Συνήθως, τα φάρμακα που επιλέγονται είναι τα λεγόμενα SSRI (selective serotonin reuptake inhibitors), τα οποία στοχεύουν στην ρύθμιση των επιπέδων της σεροτονίνης στον ανθρώπινο εγκέφαλο, τα TCA (Tricyclic Antidepressants) και τα MAOI (Μonoamine Οxidase Ιnhibitors), στόχος των οποίων είναι η ρύθμιση διαφορετικών ομάδων νευροδιαβιβαστών που σχετίζονται με την ανάπτυξη φοβικών συναισθημάτων, καθώς και οι βενζοδιαζεπίνες, οι οποίες έχουν μεν γρήγορα αποτελέσματα, όσον αφορά τον έλεγχο των φοβικών αντιδράσεων, αλλά είναι ουσίες αρκετά εθιστικές. Μάλιστα, μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής, τα συμπτώματα επανέρχονται. Αυτό αποτελεί και το βασικό τους μειονέκτημα.
Όσο πιο έγκαιρα ζητήσεις βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσεις τη φοβία σου, τόσο ευκολότερη θα είναι η διαδικασία και ταυτόχρονα πιο ξεκούραστη η ζωή σου. Οι ειδικές φοβίες μπορεί να είναι αρκετά διαδεδομένες, αλλά υπάρχουν καλά ποσοστά αντιμετώπισης αυτών.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Το παγκόσμιο ποσοστό διαβήτη έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια [μελέτη]
Νευροενδοκρινείς όγκοι: Το 50% των ασθενών λαμβάνουν εσφαλμένη διάγνωση
Προβιοτικό χορηγεί ανοσοθεραπεία για τη συρρίκνωση όγκων στο έντερο ποντικών