Πολλά είναι τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η ονυχοφαγία, δηλαδή το δάγκωμα ή κόψιμο των νυχιών με τα δόντια. Η ακούσια αυτή συμπεριφορά μπορεί να είναι επικίνδυνη, ιδιαίτερα για τα διαβητικά άτομα, αφού ενέχει τον κίνδυνο βακτηριακής ή μυκητιασικής λοίμωξης. Αιτία είναι η παρωνυχία που προκαλεί. Η προσπάθεια απομάκρυνσης της παρωνυχίδας με τα δόντια προκαλεί ένα μικρό σχίσιμο στο δέρμα, το οποίο γίνεται πύλη εισόδου μικροβίων και μυκήτων.
«Η ονυχοφαγία είναι μια χρόνια κατάσταση που έχει επαναλαμβανόμενο και καταναγκαστικό χαρακτήρα και παρατηρείται τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες, κυρίως νεαρής ηλικίας. Στην υιοθέτηση αυτής της συμπεριφοράς παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, με συχνότερους τους ψυχολογικούς. Οι επιπλοκές είναι ποικίλες και δυνητικά σοβαρές, τόσο στο δέρμα όσο και στα νύχια, και κυμαίνονται από αιμορραγία και εμφανή παραμόρφωση της κοίτης του νυχιού έως τη μόλυνσή τους. Ωστόσο, δεν περιορίζονται σε αυτές, αφού η ονυχοφαγία μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα δόντια, στα ούλα και μολύνσεις στη στοματική κοιλότητα. Επίσης, οι ονυχοφάγοι έχει αποδειχθεί ότι φέρουν στο σάλιο τους υψηλότερο φορτίο εντεροβακτηριοειδών, τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο συστημικών λοιμώξεων», επισημαίνει ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Τα εντεροβακτηριοειδή είναι μια οικογένεια αερόβιων και αναερόβιων αρνητικών κατά Gram βακτηρίων που περιλαμβάνει τόσο μη παθογόνους όσο και παθογόνους εντερικούς μικροοργανισμούς. Τα σημαντικά μέλη αυτής της οικογένειας είναι η Εσερίχια, η Κλεμπσιέλλα, η Σιγκέλα, η Σαλμονέλλα, η Σεράτια, η Providencia και ο Πρωτέας,που βρίσκονται κυρίως στο έδαφος, στο νερό, στα φυτά και στα ζώα. Προκαλούν εντερικές και συστημικές νόσους, όπως μηνιγγίτιδα, βακτηριακή δυσεντερία,ουρολοίμωξη και τροφική δηλητηρίαση.
Εκτιμάται ότι το 20% έως 30% του γενικού πληθυσμού συνηθίζει να “τρώει” τα νύχια του. Η συνήθεια είναι πιο διαδεδομένη στα άτομα ηλικίας 3-21 ετών. Μετά από αυτήν την ηλικία υπάρχει μια πτωτική τάση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεσήλικες ονυχοφάγοι.
Κανείς όμως δεν ξέρει με ακρίβεια την αιτιολογία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί λίγοι παράγοντες κινδύνου. Το τάισμα με μπιμπερό για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, μαζί με τη χρήση πιπίλας, θεωρούνται πιθανοί λόγοι. Αυτές οι συμπεριφορές φυσιολογικά σταματούν μέχρι την ηλικία των 3 ετών. Η έναρξη της ονυχοφαγίας εικάζεται ότι αποτελεί παθολογική συνέχεια αυτών.
Οι επιπλοκές της χρόνιας ονυχοφαγίας είναι πολυάριθμες. Μπορεί να προκληθεί προοδευτική μείωση του νυχιού, ακόμα και διαχωρισμός του από την κοίτη. Άλλα προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν είναι ανάστροφο πτερύγιο ονύχων, γραμμοειδής αιμορραγία, μελανοχονδρία και λευκοχονδρία. Επιπλέον, η είσοδος των δακτύλων στο στόμα μπορεί να γίνει αιτία μετάδοσης των ιών HPV (ιός ανθρωπίνων θηλωμάτων) και HSV (ιός του έρπητα) στο στόμα.
Η συχνότερη επιπλοκή της ονυχοφαγίας, η παρωνυχία, έχει δύο μορφές, την οξεία και τη χρόνια. Η οξεία παρωνυχία δεν διαρκεί πολύ, αλλά γίνεται συχνά αιτία δημιουργίας αποστημάτων γύρω από το νύχι. Η χρόνια παρωνυχία μπορεί να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες κάθε φορά, με τον ασθενή να περνά περιόδους ύφεσης και έξαρσης.Η έξαρση μπορεί να εξηγηθεί από κάποιο υποκείμενο άγχος (για παράδειγμα ένα διαγώνισμα στο σχολείο ή μια έντονη διαφωνία στο σπίτι) δημιουργώντας μια ανατροφοδοτούμενη παρορμητική συμπεριφορά. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι στα παιδιά και τους εφήβους το δάγκωμα των νυχιών είναι μια μορφή αναζήτησης προσοχής.
Όταν η παρωνυχία γίνεται αιτία βακτηριακής λοίμωξης, ο ασθενής παρουσιάζει φλεγμονή στις πλευρικές πτυχές ή/και εγγύς πτυχώσεις των νυχιών. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ερυθρότητα, πρήξιμο και φουσκάλες γεμάτες πύον γύρω από το νύχι. Καθώς επιδεινώνεται, η λοίμωξη μπορεί να εξαπλωθεί στο νύχι και να προκαλέσει ονυχομυκητίαση. Μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη ιδίως στους ανθρώπους που πάσχουν από διαβήτη, αφού η λοίμωξη μπορεί να εξαπλωθεί από το νύχι στους ιστούς του σώματος και στα οστά. Στα χειρότερα σενάρια η μόλυνση μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια των δακτύλων.
«Η θεραπεία της ονυχοφαγίας απαιτεί τη συνδρομή ιατρών τριών ειδικοτήτων: ψυχολόγων/ψυχιάτρων, οι οποίοι θεραπεύουν την αιτία του προβλήματος, δερματολόγων και οδοντιάτρων, που αντιμετωπίζουν τις συχνότερες συνέπειες της ονυχοφαγίας. Για τα μικρά παιδιά απαιτείται και η συμμετοχή και υποστήριξη των γονέων και των δασκάλων, οι οποίοι θα τα βοηθήσουν ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή τους.
Από δερματολογικής πλευράς, η φαρμακοθεραπεία αποτελεί θεραπεία δεύτερης γραμμής σε παιδιά και εφήβους. Οι επιπλοκές, ωστόσο, επιβάλλουν πολλές φορές τη χορήγηση φαρμάκων, αναλόγως των βλαβών που προκύπτουν κάθε φορά, όπως αντιβιοτικά και αντιμυκητιασικά φάρμακα. Για την αντιμετώπιση της μυκητίασης στα νύχια υπάρχει και η επιλογή της θεραπείας με εξελιγμένα λέιζερ που είναι απολύτως ασφαλής για κάθε ηλικία. Ο συνδυασμός τοπικής αγωγής με εφαρμογή λέιζερ σε συνδυασμό με φωτοθεραπεία θεωρείται η πιο ασφαλής, αποτελεσματική και σίγουρη μέθοδος για την καταπολέμηση των μυκήτων στα νύχια.
Αποτελεσματική στην αποτροπή της ονυχοφαγίας είναι η εφαρμογή βερνικιού με πικρή γεύση. Η έρευνα, ωστόσο, δείχνει ότι πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς που πάσχουν από υποκείμενη ψυχαναγκαστική διαταραχή. Εναλλακτική και εξίσου αποτελεσματική επιλογή για τον περιορισμό του καταναγκαστικού δαγκώματος των νυχιών είναι το μάσημα τσίχλας.
Όταν ήδη έχει προκληθεί τραυματισμός στα δάκτυλα ή τα νύχια συστήνεται η χρήση αυτοκόλλητων επιδέσμων για την αποτροπή περαιτέρω βλάβης.
Βέβαια, η πρόληψη μέσω της υγιεινής των νυχιών παραμένει το κλειδί για την αποφυγή των λοιμώξεων των νυχιών και των συνεπειών τους. Η προσεκτική περιποίηση των νυχιών με συχνό μανικιούρ προστατεύει το νύχι και μειώνει την ικανοποίηση από το δάγκωμα των νυχιών.
Η διακοπή αυτής της συνήθειας μπορεί να αποβεί σωτήρια, καθώς η ονυχοφαγία μπορεί να μεταδώσει ακόμα και θανατηφόρες ασθένειες, μεταξύ αυτών και η COVID-19, η οποία έχει αποδειχθεί ότι παραμένει σε επιφάνειες για μέρες. Οι ειδικοί έχουν συστήσει την αποφυγή του αγγίγματος του προσώπου, την απολύμανση των χεριών ακόμα και όταν πρόκειται απλώς να βάλουμε ή να βγάλουμε τη μάσκα. Αυτή και μόνο η επισήμανση αναδεικνύει την ανάγκη αναζήτησης βοήθειας για τη θεραπεία της ονυχοφαγίας, η οποία γενικά κρύβεται ή αγνοείται από τους ασθενείς και τις οικογένειες», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}