Μπορεί η ζάχαρη να ικανοποιεί τους γευστικούς μας κάλυκες αλλά λίγοι γνωρίζουν ότι είναι καταστροφική για το δέρμα. Τα υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη τρόφιμα, τα οποία έχουν την τιμητική τους τις γιορτινές ημέρες, αποτελούν αιτία επιδείνωσης των υφιστάμενων δερματικών παθήσεων, όπως η ακμή, η ροδόχρους ακμή και το έκζεμα.
Επιπλέον, συμβάλλουν στην εμφάνιση φλεγμονής, η οποία διασπά το κολλαγόνο και την ελαστίνη με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η εμφάνιση ρυτίδων και εν γένει σημαδιών γήρανσης.
«Όσοι λοιπόν μείωσαν τις αντιστάσεις τους στην πρόσληψη ζάχαρης αυτήν την περίοδο και γεύτηκαν τα μελομακάρονα της μαμάς, ήπιαν ένα κοκτέιλ παραπάνω, ή ξεδίψασαν με αναψυκτικά αντί για νερό, σίγουρα έχουν διαπιστώσει τις αρνητικές επιπτώσεις των επιλογών τους στο δέρμα τους. Ευτυχώς, όμως, «αυτές οι αλλαγές είναι αναστρέψιμες», μας καθησυχάζει ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
«Το αψεγάδιαστο δέρμα είναι παγκοσμίως το πιο επιθυμητό ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Κι αυτό γιατί η εμφάνισή του αποτελεί καθοριστικό παράγοντα προσδιορισμού της ηλικίας. Τα σημάδια της γήρανσης που φέρει, ιδιαίτερα το πρόσωπο, αποτελούν έναν πρακτικό τρόπο υπολογισμού της πραγματικής ηλικίας, μια μέθοδο σύγκρισης της αντιλαμβανόμενης ηλικίας με την χρονολογική ηλικία, αλλά και εμμέσως προσδιορισμού της κατάστασης της υγείας του ατόμου.
Επιπλέον, η όμορφη όψη του αποτελεί παράγοντα έλξης από το αντίθετο φύλο και αποδοχής από το κοινωνικό περιβάλλον. Επομένως, κάθε πρακτική που επιδεινώνει ή βελτιώνει την κατάσταση του δέρματος γίνεται αντικείμενο μελέτης από τους επιστήμονες», συμπληρώνει.
Οι τροποποιήσιμοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την υγεία και εμφάνιση του δέρματος είναι πολλοί. Αρκετά έχουν γραφτεί για την αφυδάτωση, την υπερβολική έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία, την υπερκατανάλωση αλκοόλ και τη χρήση προϊόντων καπνού.
Η διατροφή αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους. Η κακή επιλογή τροφών μπορεί να οδηγήσει σε έξαρση ορισμένων παθήσεων του δέρματος, καθώς και σε γήρανσή του. Η ζάχαρη περιλαμβάνεται στους μεγαλύτερους ενόχους!
Από το 1970 και μετά η κατανάλωση ζάχαρης έχει, παγκοσμίως, υπερτριπλασιαστεί. Οι άνθρωποι λαμβάνουν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερη ποσότητα ζάχαρης την ημέρα από αυτή που συστήνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Και παρότι το μεγαλύτερο πλήγμα προκαλούν τα αναψυκτικά και τα γλυκά, τα κρυμμένα σάκχαρα που περιέχονται στα τρόφιμα επιβαρύνουν πολύ τον οργανισμό με ύπουλο τρόπο χωρίς να τα αντιλαμβανόμαστε.
«Ο τρόπος με τον οποίο η ζάχαρη επιδεινώνει την εμφάνιση του δέρματος δημιουργώντας ρυτίδες, μελαγχρωματικές κηλίδες, ανομοιογένεια του χρώματος αλλά και της υφής του είναι η δημιουργία φλεγμονής, η οποία με τη σειρά της διασπά το κολλαγόνο και την ελαστίνη στο δέρμα», διευκρινίζει ο δρ Χρήστος Στάμου.
Πιο συγκεκριμένα, η υπερκατανάλωση ζάχαρης οδηγεί σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα σακχάρου στο αίμα από την ινσουλίνη, δηλαδή σε γλυκοζιλίωση. Όταν το κολλαγόνο και η ελαστίνη ενωθούν με τα σάκχαρα, οι δύο πρωτεΐνες εξασθενούν, οπότε το δέρμα χάνει την υγρασία, την ελαστικότητα και τη λάμψη του και εμφανίζει χαλάρωση και ρυτίδες.
Από την άλλη πλευρά, η φλεγμονή που προκαλείται από την υπερκατανάλωση ζάχαρης είναι βασικός παράγοντας για τον σχηματισμό και εμφάνιση εξάρσεων διαφόρων δερματικών παθήσεων, μεταξύ των οποίων η ακμή και η ροδόχρους ακμή, το έκζεμα, η ψωρίαση, κ.ά.
Μια μελέτη του 2018 σε φοιτητές πανεπιστημίου στην Κίνα έδειξε ότι όσοι έπιναν αναψυκτικά, ροφήματα, ενεργειακά ποτά (που περιείχαν ζάχαρη) επτά φορές την εβδομάδα ή περισσότερο είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μέτρια ή σοβαρή ακμή. Αν και η έρευνα συνεχίζεται, τα μέχρι σήμερα δεδομένα δείχνουν ότι η κατανάλωση υπερβολικών ποσοτήτων ζάχαρης μπορεί να σχετίζεται με υψηλή παραγωγή σμήγματος, η οποία προκαλεί λιπαρό δέρμα, γίνεται αιτία φραγής των πόρων και τελικά δημιουργίας ή επιδείνωσης της ακμής.
Μια άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε τον επόμενο χρόνο υποδεικνύει ότι η μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης μπορεί να μειώσει τους ινσουλινόμορφους αυξητικούς παράγοντες, τα ανδρογόνα και το σμήγμα, τα οποία μπορεί να συμβάλλουν στην ακμή.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι βλάβες που προκαλεί η ζάχαρη στο δέρμα μπορούν να διορθωθούν. «Μπορούν, με την εξαίρεση ή τον αυστηρό περιορισμό της ζάχαρης από τη διατροφή», απαντά ο δρ Στάμου και συμβουλεύει πώς μπορούμε να το πετύχουμε:
- Μην πίνετε αναψυκτικά ή ποτά με ζάχαρη - παρότι χρειάζεται μια γενναία προσπάθεια να κόψει κάποιος τα αναψυκτικά (λόγω του εθιστικού χαρακτήρα τους), η εξαίρεσή τους από τη διατροφή και η αντικατάσταση τους με φυσικούς χυμούς είναι η καλύτερη επιλογή. Και πάλι όμως η προσλαμβανόμενη ποσότητα θα πρέπει να είναι καλά ελεγχόμενη.
- Επιλέγετε τροφές με χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη. Αυτές περιέχουν σύνθετους υδατάνθρακες που μετατρέπονται σε γλυκόζη με βραδύτερο ρυθμό, αποτρέποντας την ανάγκη για πρόσληψη τροφής.
- Τρώτε γεύματα που είναι υγιεινά και ισορροπημένα. Τα μικρά και πολλά γεύματα, πλούσια σε φυτικές ίνες και πρωτεΐνες προάγουν την πληρότητα και αποτρέπουν τα επεισόδια λιγούρας που πιθανόν να οδηγήσουν σε επιλογή γλυκών σνακ.
- Ελέγχετε τις ετικέτες των τροφίμων, για την περιεκτικότητά τους σε ζάχαρη, π.χ. γιαούρτια, παξιμάδια, κ.ά.
- Περιορίστε το άγχος, καθώς αυξάνει την παραγωγή κορτιζόλης στο σώμα και προκαλεί αύξηση της φλεγμονής.
«Αυτήν την περίοδο η αύξηση της κατανάλωσης ζάχαρης συνοδεύεται παραδοσιακά από κατάχρηση αλκοόλ, αύξηση του καπνίσματος και περιορισμό των ωρών ύπνου, παράγοντες που επίσης έχουν αρνητικές επιδράσεις στο δέρμα. Επομένως, εκτός από τις αλλαγές στη διατροφή θα πρέπει να τροποποιηθούν και αυτοί οι παράγοντες κινδύνου, με την υιοθέτηση ενός ισορροπημένου τρόπου ζωής.
Φυσικά, ο περιορισμός της ζάχαρης από τη διατροφή και μερικές ώρες ύπνου παραπάνω δεν επαναφέρουν το δέρμα αμέσως. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάζονται υποστηρικτικές θεραπείες, τόσο για την ύφεση των συμπτωμάτων των δερματικών παθήσεων όσο και για την εξαφάνιση των σημαδιών γήρανσης. Η εξέλιξη των φαρμάκων αλλά και των ιατρικών τεχνολογιών μπορεί να αποκαταστήσει τις ατέλειες και να χαρίσει στους ασθενείς πιο λεία, νεανική και λαμπερή επιδερμίδα, χωρίς σημάδια και ουλές σε ελάχιστο χρόνο συγκριτικά με το παρελθόν», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}