Η μακροχρόνια χορήγηση βιταμίνης D σε εβδομαδιαίο σχήμα, σε ηλικιωμένα άτομα με προδιαβήτη, οδηγεί σε βελτίωση τόσο της αντίστασης στην ινσουλίνη όσο και του μεταβολισμού των οστών. Αυτό προκύπτει από μελέτη γιατρών των νοσοκομείων ΑΧΕΠΑ και Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης και του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, που παρουσιάστηκε στο 50ό Πανελλήνιο Συνέδριο Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Σακχαρώδη Διαβήτη. Μια δεύτερη μελέτη αναδεικνύει τη βιταμίνη D ως μια αποτελεσματική και ασφαλή παρέμβαση για τη μείωση των επιπέδων άγχους και κατάθλιψης στον ίδιο πληθυσμό, που διατρέχει υψηλό κίνδυνο για την ανάπτυξη διαταραχών της διάθεσης.
Ινσουλίνη και οστικός μεταβολισμός
H επίπτωση της ανεπάρκειας βιταμίνης D αλλά και του προδιαβήτη είναι αυξημένες παγκοσμίως. Οι γνωστές συνέπειες της ανεπάρκειας βιταμίνης D περιλαμβάνουν την οστεοπόρωση και τα κατάγματα. Πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι η οστεοπόρωση είναι πιο συχνή σε άτομα με προδιαβήτη παρά σε νορμογλυκαιμικά άτομα, αν και τα δεδομένα σχετικά με τον προδιαβήτη και τη σκελετική υγεία είναι περιορισμένα.
Η ανοικτού σχεδιασμού τυχαιοποιημένη μελέτη ασθενών – μαρτύρων, διάρκειας 12 μηνών, από τους γιατρούς του ΑΧΕΠΑ και του Ιπποκράτειου Θεσσαλονίκης είχε στόχο τη διερεύνηση της επίδρασης εβδομαδιαίας χορήγησης συμπληρωμάτων βιταμίνης D στον οστικό μεταβολισμό ηλικιωμένων Ελλήνων με προδιαβήτη και ανεπάρκεια της συγκεκριμένης βιταμίνης.
Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 77 γυναίκες και άνδρες με τα συγκεκριμένα κριτήρια και κατανεμήθηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Στους 42 γινόταν εβδομαδιαία χορήγηση 25.000 IU βιταμίνης D3, ενώ στους 35 δεν δινόταν τίποτα. Καταγράφηκαν τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά τους, ενώ συλλέχθηκαν από όλους δείγματα αίματος στην αρχή της μελέτης και στις 52 εβδομάδες, για τη μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης και των δεικτών του οστικού μεταβολισμού και της 25-υδροξυβιταμίνη D. Η οστική πυκνότητα (BMD) στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης και στα ισχία αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο διπλής ενεργειακής απορρόφησης (DXA) στην έναρξη και στις 52 εβδομάδες.
Οι συμμετέχοντες στην ομάδα παρέμβασης και στην ομάδα ελέγχου παρουσίασαν συγκρίσιμα βασικά χαρακτηριστικά όσον αφορά την ηλικία, ΔΜΣ, γλυκόζη νηστείας, ινσουλίνη νηστείας, HbA1c, δείκτη HOMA-IR, επίπεδα 25-υδροξυβιταμίνης D ορού, BMD του αυχένα του αριστερού μηριαίου οστού, και το Trabecular Bone Score (TBS) των σπονδύλων της ΟΜΣΣ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, στην ομάδα παρέμβασης, η συγκέντρωση της 25-υδροξυβιταμίνης D αυξήθηκε σημαντικά στις 52 εβδομάδες σε σύγκριση με την αρχική τιμή. ενώ δεν άλλαξε σημαντικά στην ομάδα ελέγχου. Επιπλέον, η αντίσταση στην ινσουλίνη βελτιώθηκε στην ομάδα παρέμβασης σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου στο ίδιο διάστημα. Η BMD του αυχένα του αριστερού μηριαίου οστού ήταν υψηλότερη σε άτομα που έλαβαν συμπλήρωμα με βιταμίνη D3 σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, ενώ η ίδια τάση ήταν εμφανής για το TBS των σπονδύλων της ΟΜΣΣ στις 52 εβδομάδες, αν και δεν ήταν στατιστικά σημαντική.
Όπως συμπεραίνουν οι μελετητές, σε ηλικιωμένα άτομα με προδιαβήτη, η μακροχρόνια λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε εβδομαδιαίο σχήμα οδήγησε στη βελτίωση τόσο της αντίστασης στην ινσουλίνη (HOMAIR) όσο και του μεταβολισμού των οστών (BMD του αυχένα του αριστερού μηριαίου οστού και TBS της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης). Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες είναι για να επιβεβαιωθούν οι προαναφερθείσες παρατηρήσεις σε μεγαλύτερους πληθυσμούς και να διευκρινιστούν οι σχετικοί παθογενετικοί μηχανισμοί.
Η μελέτη έγινε από το Τμήμα Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού-Διαβητολογικό Κέντρο, Α’ Παθολογική Κλινική ΑΠΘ του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, το Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής του Ιπποκράτειου, το Εργαστήριο Ακτινολογίας-Ακτινοδιαγνωστικής ΑΠΘ στο ΑΧΕΠΑ, το Εργαστήριο Πυρηνικής Ιατρικής ΑΠΘ στο ΑΧΕΠΑ και το Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ.
Επίδραση και στην ψυχική υγεία
Η δεύτερη μελέτη είχε σκοπό να διερευνήσει την επίδραση της χορήγησης βιταμίνης D στα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης ηλικιωμένων ατόμων με προδιαβήτη, με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη κατηγορία του πληθυσμού παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανάπτυξης διαταραχών διάθεσης, πτωχή συμμόρφωση στη φαρμακοθεραπεία, ενώ είναι επιρρεπείς σε ανεπιθύμητες ενέργειες.
Οι 45 ασθενείς της ομάδας παρέμβασης τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν 25.000 IU βιταμίνης D σε εβδομαδιαία βάση και άλλοι 45 της ομάδσας ελέγχου δεν λάμβαναν τίποτα. Τα ερωτηματολόγια STAI-T/STAI-S και PHQ9 χρησιμοποιήθηκαν για να αξιολογήσουν τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης αντίστοιχα, πριν τη χορήγηση της βιταμίνης D και στους 6 και 12 μήνες από την έναρξή της. Υψηλότερες τιμές αυτών των ερωτηματολογίων εκφράζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης. Οι δύο ομάδες βρέθηκαν να έχουν αντίστοιχα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης κατά την έναρξη της μελέτης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, η μέση τιμή του STAI-T τόσο στους 6 όσο και στους 12 μήνες βρέθηκε σημαντικά χαμηλότερη στην ομάδα της βιταμίνης D συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και για την τιμή του STAI-S στους 6 και 12 μήνες. Η ομάδα παρέμβασης παρουσίασε επίσης μικρότερη μέση τιμή του PHQ-9 στους 6 και 12 μήνες σε σχέση με την ομάδα που δεν έλαβε βιταμίνη D.
Σύμφωνα με τους μελετητές, «σε έναν πληθυσμό σε υψηλό κίνδυνο για την ανάπτυξη διαταραχών της διάθεσης όπως τα ηλικιωμένα άτομα με προδιαβήτη, η βιταμίνη D αποδείχθηκε μία αποτελεσματική και ασφαλής παρέμβαση για τη μείωση των επιπέδων άγχους και κατάθλιψης. Περαιτέρω μελέτες απαιτούνται για να αποσαφηνίσουν τους σχετικούς μηχανισμούς».
Η μελέτη διεξήχθη από στελέχη του Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού - Διαβητολογικό Κέντρο, Α’ Παθολογική Κλινική ΑΠΘ στο ΑΧΕΠΑ, του Τμήματος Πυρηνικής Ιατρικής του Ιπποκράτειου, του Β’ Εργαστηρίου Πυρηνικής Ιατρικής ΑΠΘ και του Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}