Όχι μόνο τρωκτικά, αλλά και πολλά άλλα είδη ζώων είναι φορείς διάφορων ορότυπων της λεπτόσπειρας, που αποδεδειγμένα μπορούν να μεταδοθούν και στον άνθρωπο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όπως αυτές που έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες τρεις εβδομάδες σε μεγάλο μέρος του θεσσαλικού κάμπου, με υπαρκτό τον κίνδυνο επιδημιών.
Μιλώντας στο iatronet.gr, η καθηγήτρια Βικτωρία Σιάρκου (φωτογραφία), κτηνίατρος και κα ιατρός, με γνωστικό αντικείμενο Μικροβιολογία - Λοιμωξιολογία στο Τμήμα Κτηνιατρικής του ΑΠΘ, εξηγεί τους τρόπους μετάδοσης της λεπτοσπείρωσης, τις πύλες εισόδου του βακτηρίου στον άνθρωπο και τα φαινομενικά "αθώα" κλινικά συμπτώματα που σε συνδυασμό με το ιστορικό έκθεσης σε μολυσμένα ύδατα πρέπει να χτυπούν "καμπανάκι" για την υποψία της νόσου. Η άμεση εργαστηριακή διάγνωση της λεπτοσπείρωσης είναι απολύτως καθοριστική, καθώς η θεραπεία πρέπει να χορηγηθεί μέσα στις 4 πρώτες μέρες από την έναρξη της νόσου προκειμένου να είναι αποτελεσματική.
Ορότυποι λεπτοσπειρών, ζώα - φορείς και κύκλος μετάδοσης
"Οι λεπτόσπειρες (μέλη του γένους Leptospira) απαντούν στη φύση είτε ως σαπρόφυτα, είτε ως παθογόνα βακτήρια. Οι αρουραίοι και οι ποντικοί, είναι η κύρια δεξαμενή των παθογόνων λεπτοσπειρών, ωστόσο και άλλα μολυσμένα οικόσιτα και άγρια θηλαστικά μπορεί να εκκρίνουν λεπτόσπειρες με τα ούρα τους", αναφέρει η κ. Σιάρκου και προσθέτει: "Οι περισσότεροι ορότυποι λεπτοσπειρών παρουσιάζουν προσαρμογή σε ορισμένα είδη ζώων. Τα είδη αυτά ενώ δεν εκδηλώνουν κλινική νόσο απεκκρίνουν τις λεπτόσπειρες για μεγάλο χρονικό διάστημα με τα ούρα τους, αποτελώντας την κύρια πηγή μόλυνσης άλλων ειδών ζώων καθώς και του ανθρώπου, που θεωρούνται μεν "τυχαίοι" ξενιστές αλλά αναπτύσσουν βαριά νόσο".
Όπως διευκρινίζει η ίδια, ο άνθρωπος αποτελεί "τυχαίο" ξενιστή για πολλούς ορότυπους, όπως Leptospira Icterohaemorrhagiae (κύρια δεξαμενή οι αρουραίοι), Leptospira Hardjo (κύρια δεξαμενή τα βοοειδή και τα πρόβατα), Leptospira Pomona & Leptospira Tarassovi (κύρια δεξαμενή οι χοίροι), Leptospira Canicola (κύρια δεξαμενή ο σκύλος).
Ως εκ τούτου πηγή μόλυνσης για τον άνθρωπο αποτελούν τόσο τα τρωκτικά όσο και τα κατοικίδια ζώα που με τα ούρα τους μολύνουν το περιβάλλον (λιμνάζοντα ύδατα, απόνερα εκτροφών).
Το δέρμα κύρια πύλη εισόδου των λεπτοσπειρών
Δυνητικές πύλες εισόδου των λεπτοσπειρών στον ανθρώπινο οργανισμό αποτελούν τα ανοικτά τραύματα, οι εκδορές του δέρματος καθώς και οι βλεννογόνοι των ματιών, της μύτης και του στόματος. "Είναι χαρακτηριστικό των λεπτοσπειρών ότι μπορούν να εισέρχονται ακόμη και από άθικτο υγρό και μαλακό δέρμα. Η διείσδυση τους αυτή υποβοηθείται τόσο από τα "άγκιστρα" που διαθέτουν στο σώμα τους, με τα οποία μπορούν να γαντζωθούν στο δέρμα, όσο και με την κίνηση των σπειρών του σώματός τους. Εξάλλου οι λεπτόσπειρες ανήκουν στην ταξινομική ομάδα των σπειροχαιτών, το σώμα των οποίων αποτελείται από σπείρες, που δουλεύουν ως ελατήριο". όπως περιγράφει η κ. Σιάρκου.
Ορατή η απειλή επιδημιών
Στη χώρα μας καταγράφονται κάθε χρόνο σποραδικά κρούσματα λεπτοσπείρωσης, κυρίως σε ανθρώπους που η επαγγελματική τους δραστηριότητα συνδέεται με εκτροφές ζώων ή λύματα αποχετεύσεων.
Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όπως οι πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία, σε συνδυασμό με υψηλή θερμοκρασία εδάφους και υδάτων, άτομα στην κοινότητα εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο μόλυνσης, με ορατή την απειλή επιδημιών.
"Κάποια ζώα στις εκτροφές μπορεί να εμφανίζουν ήπια συμπτώματα, όπως στην περίπτωση προσαρμοσμένων ορότυπων λεπτόσπειρας, ή να παρουσιάζουν αγαλαξία (δεν παράγουν γάλα) ή αγονιμότητα και γενικά προβλήματα αναπαραγωγής. Σε κάθε περίπτωση οι λεπτόσπειρες που αποβάλλονται με τα ούρα των μολυσμένων ζώων συσσωρεύονται στα λύματα των εκτροφών. Στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που διαμορφώνονται κατά τις περιόδους πλημμυρών και με την ανάμειξη των βρόχινων υδάτων με των μολυσμένων λυμάτων κάθε μέλος της κοινότητας μπορεί να έρθει σε επαφή με λεπτόσπειρες», εξηγεί η καθηγήτρια, προσθέτοντας πως «σε περιπτώσεις με λιμνάζοντα ύδατα όπου δεν έχουν ληφθεί μέτρα γρήγορης αποστράγγισης, όπως αυτή που βιώνει η Θεσσαλία, μπορεί να λάβει ακόμα και την εικόνα εμφάνισης επιδημιών".
Στο υγρό έδαφος και στη λάσπη και σε περιοχές με θερμό περιβάλλον οι λεπτόσπειρες διαβιούν περίπου 4 εβδομάδες.
Η διάρκεια ζωής της λεπτόσπειρας στα λιμνάζοντα ύδατα φτάνει περίπου τις 4 εβδομάδες, ενώ μπορεί να επιβιώσει ακόμα και στη λάσπη, μετά την αποστράγγιση, ιδιαίτερα σε περιοχές με θερμό περιβάλλον. Αντίθετα, στην πλήρη αποξήρανση ο μικροοργανισμός πεθαίνει γρήγορα.
Η νόσος στον άνθρωπο
Όπως αναφέρει η κ. Σιάρκου, "η νόσος στον άνθρωπο παρουσιάζεται με ευρύ φάσμα κλινικών εκδηλώσεων, από ελαφρά λοίμωξη (ως γριπώδες σύνδρομο), μέχρι βαριά ηπατονεφρική ανεπάρκεια με ίκτερο και αιμορραγίες. Οι λεπτόσπειρες 'αγαπάνε' τους νεφρούς και στοχεύουν σε αυτούς, γι’ αυτό και αποβάλλονται με τα ούρα. Βαρύτερες είναι οι λοιμώξεις που οφείλονται στον ορότυπο L. Icterohaemorrhagiae. Η διάγνωση ακόμα και της άτυπης κλινικής εικόνας σε συνδυασμό με ένα ιστορικό έκθεσης σε μολυσμένα ύδατα έχει καθοριστική σημασία".
"Σε ορισμένες μορφές η νόσος μπορεί να είναι θανατηφόρος σε ποσοστό ως και 30%, αν αφεθεί χωρίς θεραπεία", επισημαίνει η κ. Σιάρκου, διευκρινίζοντας πως «η θεραπεία μπορεί να φανεί χρήσιμη μόνο εφόσον αρχίσει μέσα στις 4 πρώτες ημέρες από την έναρξη της νόσου. Άρα, αν έχουμε συμπτωματολογία γριπώδους συνδρόμου, κακοδιαθεσία, καταβολή, μαζί με ιστορικό έκθεσης σε μολυσμένα ύδατα, πρέπει να υποψιαστούμε τη λεπτοσπείρωση έτσι ώστε να διενεργηθεί εργαστηριακή διάγνωση για την και άμεση έναρξη θεραπείας».
Η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο του υπότυπου που μεταδίδεται από τα τρωκτικά (Icterohaemorrhagiae), είναι δυνατή με έμμεσο τρόπο, πάλι μέσω των ούρων, χωρίς ωστόσο - όπως ξεκαθαρίζει η καθηγήτρια - να παίζει ο άνθρωπος πρωτεύοντα ρόλο στην αλυσίδα μετάδοσης, καθώς η αναγκαία νοσηλεία του αποτρέπει περαιτέρω μετάδοση.
Το 1931 το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, έχουν σημειωθεί στο παρελθόν κρούσματα, όπως το 1931 στη Σύρο, το 1954 στο Ασβεστοχώρι, το 2012 στη Ζάκυνθο που οφείλονταν κυρίως στον ορότυπο Icterohaemorrhagiae. Το πρώτο ιστορικά επιβεβαιωμένο περιστατικό λεπτοσπείρωσης στην Ελλάδα που καταγράφηκε στη Σύρο το 1931, αφορούσε ασθενή που κατανάλωσε καφέ που είχε παρασκευαστεί από νερό μεταλλικού συλλέκτη/βρύσης καφενείου, η οποία είχε μολυνθεί από ούρα ποντικιού.
Η νόσος έχει "βαπτιστεί" κατά καιρούς και ως "νόσος των ορυζώνων" ή "νόσος των ζαχαροκάλαμων", καθώς έχει εμφανιστεί σε ανθρώπους που δουλεύουν σε αυτές τις καλλιέργειες, από ούρα ποντικών που τις επισκέπτονται τα βράδια για να τραφούν. Σε κάθε περίπτωση, όπως και αυτή των πλημμυρών, η χρήση ψηλών πλαστικών υποδημάτων και γαντιών αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο πρόληψης.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}