Τον Οκτώβριο του 2022 καταγράφηκε η πρώτη εμφάνιση του υπερανθεκτικού μύκητα Candida αuris στη Θεσσαλονίκη, σε 62χρονο άνδρα που είχε μεταφερθεί στο Ιπποκράτειο έπειτα από μακρά νοσηλεία σε άλλο νοσοκομείο. Σήμερα, ένα χρόνο μετά την πρώτη καταγραφή, έχουν απομονωθεί συνολικά 110 περιπτώσεις παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές του Βορειοελλαδικού χώρου. Από τους θανάτους που καταγράφηκαν μόνο ένας μπορεί να αποδοθεί στη λοίμωξη από το μικρόβιο.
Ο ζυμομύκητας, που έχει χαρακτηριστεί ως αναδυόμενη παγκόσμια απειλή για την δημόσια υγεία, παρουσιάζει ταχεία διασπορά στα ελληνικά νοσοκομεία, καθώς ορισμένα στελέχη του μπορεί να είναι πολυανθεκτικά απέναντι σε πολλά αντιμυκητιακά φάρμακα. Προς το παρόν, πάντως, φαίνεται πως τα στελέχη που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι γενικώς ευαίσθητα και υπάρχουν θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπισή τους, όπως λέει στο iatronet.gr ο Τιμολέων - Αχιλλέας Βυζαντιάδης (φωτογραφία), καθηγητής Ιατρικής Βιοπαθολογίας - Μικροβιολογίας στο ΑΠΘ και υπεύθυνος για την ανίχνευση των μυκήτων στο Εργαστήριο Μικροβολογίας του ιδρύματος.
Ο ίδιος μιλά για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη δημόσια υγεία, επισημαίνοντας πως αυτοί δεν αφορούν το κάθε μεμονωμένο μικρόβιο όπως η Candida auris, αλλά συνολικά το φαινόμενο της πολυαντοχής.
Η "ακτινογραφία" των περιστατικών στη Θεσσαλονίκη
Στο πλαίσιο του πρόσφατου συνεδρίου Trends in Medical Mycology που διοργάνωσε στην Αθήνα η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Ιατρικής Μυκητολογίας (ECMM) σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Ιατρικής Μυκητολογίας, παρουσιάστηκε μελέτη για την «ακτινογραφία» των πρώτων 62 περιστατικών Candida auris που παραπέμφθηκαν στο Εργαστήριο σε επτά μήνες, από τον Οκτώβριο του 2022 ως το Μάιο του 2023 (τα οποία μέχρι σήμερα έχουν αυξηθεί σε 110).
Τα περιστατικά αφορούν κυρίως τρία μεγάλα τριτοβάθμια νοσοκομεία και προέρχονται από Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (36), Εσωτερικά Τμήματα και Κλινικές (21) και Χειρουργεία (5).
Τα 61 κρούσματα απομονώθηκαν από ισάριθμους νοσηλευόμενους ασθενείς (37 άνδρες και 24 γυναίκες, 18 ως 92, με μέση ηλικία 64,24 έτη) και ένα κρούσμα βρέθηκε σε ιατρικό όργανο (οξύμετρο).
Οι 32 απομονώσεις αφορούσαν αποικισμούς του μύκητα, κυρίως στο δέρμα των ασθενών και 13 βαθύτερες θέσεις (μεταξύ αυτών στο αίμα και ούρα).
Καταγράφηκαν 27 θάνατοι, αλλά μόνο ένας αποδόθηκε στο Candida Auris κι αυτός όχι με απόλυτο βαθμό βεβαιότητας σύμφωνα με τον κ.Βυζαντιάδη. «Όπως συμβαίνει συχνά, ένας άνθρωπος με βαριά υποκείμενο νόσημα, παρουσίασε λοίμωξη από τον Candida auris, αλλά ταυτόχρονα είχε λοίμωξη και από άλλα μικρόβια. Δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι κατέληξε από την πρώτη», διευκρινίζει ο καθηγητής. Όπως επισημαίνει, στη μεγάλη πλειοψηφία τους τα στελέχη δεν ανιχνεύονται από εν τω βάθει λοιμώξεις, όπως μια μυκηταιμία ή μια βαριά διεισδυτική λοίμωξη, αλλά από επιφάνειες του σώματος. «Οι ασθενείς δηλαδή δεν πάσχουν από την cadida auris, είναι αποικισμένοι, όπως είναι αποικισμένοι και από πολλά άλλα μικρόβια, στο δέρμα τους κυρίως», εξηγεί, προσθέτοντας πως οι 13 ασθενείς της μελέτης στους οποίους ο μύκητας ανιχνεύτηκε στα ούρα ή στο αίμα, προφανώς θεραπεύτηκαν με την φαρμακευτική αγωγή και το μικρόβιο εκριζώθηκε.
Πόσο μας ανησυχεί
"Πρόκειται για ένα μικρόβιο το οποίο διασπείρεται μέσα στο νοσοκομειακό περιβάλλον, από ασθενή σε ασθενή, μέσω διάφορων υλικών και από το προσωπικό. Η ταχεία εξάπλωσή του είναι ανησυχητική, γιατί διεθνώς πολλά από τα στελέχη του μπορεί να είναι μέχρι και πολυανθεκτικά, δηλαδή να έχουν αντοχή σε πολλά αντιμυκητιακά", σημειώνει ο κ. Βυζαντιάδης, προσθέτοντας, ωστόσο, πως τα στελέχη που κυκλοφορούν σήμερα στην Ελλάδα φαίνεται πως είναι γενικώς ευαίσθητα στις θεραπείες. "Πέρα από τη φλουκοναζόλη που όλες οι auris είναι ανθεκτικές, στα άλλα φάρμακα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς είναι ευαίσθητα. Αυτό σημαίνει ότι αν υπάρχει μια εν τω βάθει λοίμωξη, διεισδυτική, από τον Candida auris, το πιο πιθανό είναι πως με την υπάρχουσα κατάσταση έχουμε φαρμακευτικές δυνατότητες να την αντιμετωπίσουμε", σημειώνει.
Ο καθηγητής αποδίδει, εν μέρει, την σχεδόν εκθετική αύξηση των απομονώσεων στην Ελλάδα στο γεγονός ότι το μικρόβιο έχει μπει στο "στόχαστρο" ενδελεχούς διερεύνησης στα ελληνικά νοσοκομεία. "Λίγο πολύ έχουν μπει σε όλα τα νοσοκομεία τα περίφημα χρωμογόνα υλικά που μας βοηθούν να διακρίνουμε πιο εύκολα τις κάντιντες και άλλα μικρόβια ώστε να έχουμε μια υποψία πιο ισχυρή. Πολλά πράγματα γίνονται πιο σχολαστικά, επειδή πλέον το ξέρουμε, με συνεχείς καλλιέργειες στα εργαστήρια. Από την άλλη, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι υπάρχει διασπορά. Ήρθε στην περιοχή μας και υπάρχει", τονίζει.
Η συνολική απειλή της πολυαντοχής.
Ο Candida auris απομονώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 2019, σε ασθενή με κυστική ίνωση στην Αθήνα. Στο λεξιλόγιο των μη ειδικών μπήκε το Μάιο του 2022, όταν ο καθηγητής Νίκος Σύψας με δήλωσή του έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον επικίνδυνο πολυανθεκτικό μύκητα που μολύνει τα νοσοκομεία, εκτιμώντας πως θα αποτελέσει τον επόμενο μεγάλο κίνδυνο δημόσιας υγείας μετά την πανδημία κορωνοϊού.
Ο μέχρι πρόσφατα πρόεδρος του ΕΟΔΥ, Θεοκλής Ζαούτης, από την πλευρά του, υποστηρίζει πως ο συγκεκριμένος μύκητας αντιπροσωπεύει μόλις το 4,4% των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, εντοπίζοντας την προσοχή κυρίως σε άλλα μικρόβια όπως η Kλεμπσιέλα και το Acinetobacter.
Κατά τον κ. Βυζαντιάδη, το ζήτημα της πολυανθεκτικότητας πρέπει να προσεγγιστεί συνολικά. "Το πρόβλημα δεν είναι το κάθε μεμονωμένο μικρόβιο. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε πολυανθεκτικά μικρόβια, βακτήρια ή μύκητες, έχουμε μεγάλες και σοβαρές καταστάσεις. Και το θέμα είναι πώς θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις καταστάσεις που υπάρχουν από τα πολυανθεκτικά μικρόβια και δεν αφορά μόνο την candida auris, που όντως είναι ένα σχετικά μικρό ποσοστό στο σύνολο αυτών των μικροβίων, αλλά είναι υπαρκτό", επισημαίνει και συμπληρώνει: "Το ζήτημα λοιπόν είναι ανθεκτικότητα που υπάρχει, είναι αυξανόμενο και οφείλεται σε διάφορους λόγους. Παίρνουμε ήδη μέτρα για να το ελέγξουμε, με σημαντικά αποτελέσματα".
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}