Μια απλή εξέταση αναπνοής μπορεί να διαγνώσει αν είστε υπέρβαρος ή αν θα γίνετε στο μέλλον, υποδεικνύει νέα έρευνα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, εξέταση αναπνοής που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της βακτηριακής υπερανάπτυξης του εντέρου μπορεί επίσης να δείξει στους γιατρούς αν κάποιος έχει υψηλό ποσοστό λίπους.
Τα μικρόβια που βρίσκονται στα τοιχώματα του εντέρου μπορεί να βγουν εκτός ισορροπίας. Όταν τα βλαβερά βακτήρια ξεπερνούν τα ωφέλιμα, συμπτώματα όπως το φούσκωμα, η δυσκοιλιότητα και η διάρροια μπορεί να εμφανιστούν.
Η νέα έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘ Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism’, υποδεικνύει ότι το συγκεκριμένο σενάριο μπορεί ενδεχομένως να έχει εφαρμογή σε κάποιον που προορίζεται να γίνει παχύσαρκος.
Συμμετέχοντες κατανάλωσαν σακχαρούχο σιρόπι λακτουλόζης και έδωσαν δείγματα αναπνοής κάθε 15 λεπτά για 2 ώρες. Μετρήθηκε επίσης το λίπος τους με 2 τρόπους.
Ο ένας ήταν ο Δείκτης μάζας σώματος και η άλλη μέθοδος διαχωρίζει τον άλιπο και λιπώδη ιστό.
Οι συμμετέχοντες των οποίων τα δείγματα αναπνοής έδειξαν υψηλότερα επίπεδα 2 αερίων-μεθανίου και υδρογόνου-είχαν υψηλότερο ΔΜΣ και περισσότερο λίπος σε σχέση με όσους είχαν φυσιολογική αναπνοή ή υψηλότερες συγκεντρώσεις μόνο ενός από τα 2 αέρια, έδειξε η έρευνα.
Η τάση υποδεικνύει ότι το έντερο περιέχει μικρόβιο που ονομάζεται Methanobrevibacter smithii.
Ο ερευνητής Dr. Ruchi Mathur, του Cedars-Sinai Medical Center, δήλωσε ότι είναι πιθανό όταν αναλαμβάνουν αυτού του είδους τα βακτήρια, οι άνθρωποι να είναι περισσότερο πιθανό να αυξήσουν το βάρος και να συσσωρεύσουν λίπος.
Αν και υπάρχουν άλλοι τρόποι να μετρηθεί το λίπος και ο ΔΜΣ, οι ερευνητές υποδεικνύουν ότι άνθρωποι με μεγαλύτερο περιεχόμενο μεθανίου και υδρογόνου στην αναπνοή μπορεί ενδεχομένως να ανταποκρίνονται καλύτερα σε συγκεκριμένες μεθόδους απώλειας κιλών, δήλωσε ο ερευνητής.
Αν επιβεβαιωθούν τα ευρήματα, ορισμένες αγωγές για απώλεια βάρους θα μπορούσαν να ταιριάξουν σε ασθενείς με αυτή την εικόνα αναπνοής. Μια πιθανότητα, για παράδειγμα, είναι ότι τα προβιοτικά μπορεί ενδεχομένως να έχουν ρόλο στην αντιμετώπιση των ανθρώπων ή στην πρόληψη παχυσαρκίας.
Ωστόσο η επιστήμη δεν έχει φτάσει ακόμα εκεί.
Πηγές:
‘Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism’.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}