Η μακροχρόνια χρήση ομάδας φαρμάκων για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 διπλασιάζει τον κίνδυνο μιας γυναίκας να υποστεί κάταγμα, σύμφωνα με έρευνα.
Οι θειαζολιδινεδιόνες, στις οποίες περιλαμβάνονται η ροσιγλιταζόνη και η πιογλιταζόνη, ήδη είχαν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων, καθώς και καρδιακών προβλημάτων.
Αμερικανοί και Βρετανοί ερευνητές έχουν συγκεκριμενοποιήσει τον κίνδυνο και έδειξαν ότι η χρήση των φαρμάκων για διάστημα μεγαλύτερο του έτους αδυνατίζει τα οστά σημαντικά.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘Canadian Medical Association Journal’ και δεν ανακάλυψε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων στους άντρες.
Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων σε επισκόπηση σχετικά με την ασφάλεια της ροσιγλιταζόνης και πιογλιταζόνης πέρσι κατέληξε ότι τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων.
Ωστόσο, οι ερευνητές θεωρούν ότι τα φάρμακα είχαν σχετικά μέτρια θεραπευτικά αποτελέσματα και ότι οι ελεγκτές θα πρέπει να το ξανασκεφτούν.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Dr Yoon Loke, του Πανεπιστημίου της Νέας Αγγλίας δήλωσε ότι γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 βρίσκονται ήδη σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων έτσι οποιοσδήποτε επιπλέον κίνδυνος από την αγωγή με θειαζολιδινεδιόνες θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη δημόσια υγεία.
Ο Dr Loke δήλωσε ότι η αιτία που κρύβεται πίσω από την επίδρασή τους είναι ασαφής και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα.
Μια θεωρία είναι ότι τα φάρμακα ενδεχομένως προκαλούν κατάγματα αντικαθιστώντας το μυελό των οστών με λιπώδη κύτταρα.
Ωστόσο, τόνισε ότι οι γυναίκες δεν θα πρέπει να σταματήσουν να λαμβάνουν τα φάρμακα χωρίς να ζητήσουν πρώτα ιατρική συμβουλή. Η τελευταία έρευνα, που επίσης διενεργήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου Wake Forest στη Βόρεια Καρολίνα, εξέτασε στοιχεία 10 προηγούμενων ερευνών που έγιναν σε 13.715 ασθενείς.
Ανακάλυψε ότι η χρήση θειαζολιδινεδιονών για ολόκληρο το έτος μεταξύ των ηλικιωμένων γυναικών με διαβήτη 2 οδήγησε σε ένα επιπλέον κάταγμα σε κάθε 21 γυναίκες. Στις γυναίκες νεαρότερης ηλικίας, περίπου 56 ετών, τα στοιχεία έδειξαν ένα επιπλέον κάταγμα σε κάθε 55 γυναίκες.
Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην καταπολέμηση του διαβήτη 2, όπως η μετφορμίνη και οι σουλφονυλουρίες οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων.
Πρόσφατη έρευνα για τις θειαζολιδινεδιόνες εστίασε στις παρενέργειες των φαρμάκων στην καρδιά και στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Μια έρευνα ανακάλυψε ότι διπλασίαζαν τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ άλλη ότι η ροσιγλιταζόνη σχετιζόταν με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής και καρδιακής ανεπάρκειας.
Η Dr Victoria King, του Ιδρύματος ‘Diabetes’ της Βρετανίας, δήλωσε ότι χρειάζονται νέες ενδείξεις από κατάλληλα ελεγχόμενες δοκιμές πριν καταλήξουν στο συσχετισμό των θειαζολιδινεδιονών με αυξημένο κίνδυνο διάφορων καταστάσεων στα οστά.
Η GlaxoSmithKline, που διακινεί την ροσιγλιταζόνη ως Avandia, ανακοίνωσε ότι η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του φαρμάκου υποστηρίζεται από μια από τις πιο μεγάλες δοκιμές που έχουν γίνει ποτέ για οποιοδήποτε φάρμακο, στην οποία μελετήθηκαν 52.000 ασθενείς.
Πηγές:
‘Canadian Medical Association Journal’.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}