Η εμπειρία του πόνου
Κανείς δεν θέλει πραγματικά τον πόνο. Μόλις έχουμε πόνο θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε. Αυτό είναι κατανοητό επειδή ο πόνος είναι δυσάρεστος. Το σύστημα του πόνου είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης και έχει έναν και μόνο σκοπό, την προστασία μας.
Υπάρχει και ένα άλλο είδος πόνου- χρόνιος πόνος ή επίμονος που δεν εξυπηρετεί κανέναν προσαρμοστικό σκοπό. Ο χρόνιος πόνος είναι δριμύς και επίμονος, και παραμένει για αρκετό καιρό κάνοντας το άτομο να υποφέρει δημιουργώντας κοινωνικά, ψυχοσωματικά και οικονομικά προβλήματα. Ο χρόνιος πόνος καταστρέφει την ομαλότητα των καθημερινών δραστηριοτήτων των ατόμων (εργασιακών και ψυχαγωγικών) και τις οικογενειακές σχέσεις. Η κοινωνική απομόνωση, η ανησυχία, η κατάθλιψη είναι μερικές από τις αρνητικές επιπτώσεις του χρόνιου πόνου (Kaiser et al. 2015).
Η ασυνέπεια και η δυσκολία στην περιγραφή του έγκειται στην μη πλήρη κατανόηση του. Για το λόγο αυτό υπάρχει δυσκολία στον ορισμό του, όπου βάσει του παγκόσμιου οργανισμού πόνου (IASP) ορίζεται ως «Μία δυσάρεστη αισθητηριακή και συναισθηματική εμπειρία σχετιζόμενη με πραγματική ή δυνητική ιστική βλάβη, ή εμπειρία που περιγράφεται με τους όρους μιας τέτοιας βλάβης». Ο πόνος είναι υποκειμενικός· δεν υπάρχει εξέταση που να μπορεί να τον μετρήσει. Η εμπειρία από τον ασθενή αποτελεί αλληλεπίδραση σωματικών και ψυχολογικών παραγόντων. Σε χρόνια βάση ο πόνος μετατρέπεται ο ίδιος σε νόσο και δεν παραμένει απλά ως ένα σύμπτωμα. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει τεράστια πρόοδος στον τομέα των νευροεπιστημών που ασχολείται με την κατανόηση της εμπειρίας του πόνου. Περίπου 20% του πληθυσμού βιώνει πόνο ο οποίος είναι επίμονος για περισσότερο από 3 μήνες. Σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες, ένα είναι σίγουρο: βιώνετε πόνο γιατί ο εγκέφαλός σας έχει πεισθεί πως το σώμα σας έχει ανάγκη από προστασία. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψιν την ψυχολογία του ασθενή θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με έννοιες που σχετίζονται με μονιμότητα συμπτωμάτων έτσι οι επιστήμονες υγείας καλό είναι να χρησιμοποιούν την λέξη ‘επίμονος’ και όχι ‘χρόνιος’ πόνος, γιατί ο χρόνιος πόνος στο μυαλό τον ασθενών έχει την δυνατότητα να λειτουργεί ως nocebo (αρνητική αυθυποβολή).
Η αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου έχει γίνει κατανοητή πρακτικά σε ένα πρότυπο ασθενειών με θεραπείες που περιορίζονται στα φάρμακα και στις επεμβάσεις. Αυτή η αντιμετώπιση και κατανόηση έχει βαθμιαία αλλάξει και προχωρήσει σε μία βιο-ψυχοκοινωνική προσέγγιση με τρεις κύριες υποκατηγορίες: την βιολογική, ψυχολογική και κοινωνική υπόσταση του χρόνιου πόνου (Thomas et al. 2016). Αυτό το κεντρικό νευροφυσιολογικό πρότυπο επεξεργασίας δηλώνει ότι ο εγκέφαλος δεν είναι παθητικός, αλλά μάλλον ενεργητικός, κατά την διάρκεια επεξεργασίας των επίπονων ερεθισμάτων και επομένως δεκτικός σε ψυχολογικές παρεμβάσεις. Επιπλέον η εξελισσόμενη κατανόηση από τις αισθητήριες εμπειρίες, καθιστά τον πόνο ένα υποκειμενικό όρο βασισμένο στις συγκινήσεις, την προσωπικότητα και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η φαρμακολογία και οι παρεμβατικές διαδικασίες μπορούν μόνο προσωρινά να μειώσουν τα συμπτώματα του χρόνιου πόνου, αλλά αποτυγχάνουν να επηρεάσουν τη συναισθηματική, αισθητηριακή και γνωστική διάσταση του χρόνιου πόνου. Ωστόσο, η αποτελεσματική θεραπεία στηρίζεται σε θεραπείες, όπου συμπεριλαμβάνουν την παροχή συμβουλών, αλλά και το «ξεγέλασμα» του εγκεφάλου (Thomas et al. 2016). Κατά συνέπεια, μια παρέμβαση που δείχνει να έχει θεραπευτική βάση είναι η θεραπεία καθρεπτισμού, γνωστή και ως Mirror therapy.
Θεραπεία καθρεπτισμού (mirror therapy)
Τα τελευταία χρόνια, η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πιο πλαστικός και πιο εύπλαστος, σε αντίθεση με ό,τι θεωρούσαν στο παρελθόν. Η πλαστικότητα αναφέρεται στην ικανότητα του εγκεφάλου να αλλάζει τις εγκατεστημένες νευρικές συνδέσεις. Παλαιότερα, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι τα νευρικά «μονοπάτια» δημιουργούνται μέχρι την νηπιακή ηλικία και πως ένας ενήλικας δεν μπορεί να αλλάξει αυτά τα προ-σχηματισμένα μονοπάτια ή να αναπτύξει νέα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών με καινοτόμες θεραπείες έρχονται να αντικρούσουν τη θεωρία αυτή, καθώς δεν προσφέρουν μόνο ανακούφιση στους ασθενείς από χρόνιο πόνο αλλά μπορούν να αναδιαμορφώσουν τον τρόπο όπου η συμβατική επιστήμη βλέπει την πλαστικότητα του εγκεφάλου (Invernizzi et al. 2012).
Μια τέτοια καινοτόμα θεραπεία είναι και η θεραπεία καθρεπτισμού ή Mirror Therapy (M.T.). Η Μ.Τ. αρχικά επινοήθηκε από τους Ramachandran et al. (1995), για να μειωθεί ή να εξαλειφθεί ο πόνος και η δυσφορία που υπήρχε στο μέλος «φάντασμα» (ακρωτηριασμένο άκρο), με το να εξαπατήσουν τον εγκέφαλο στο να πιστέψει ότι το άκρο που λείπει, στην πραγματικότητα κινείται. Η M.T. είναι επίσης αποτελεσματική στο Πολύπλοκο Περιοχικό Σύνδρομο Πόνου (Complex regional pain syndrome), άλλες μορφές πόνου όπως τραυματισμός περιφερικού νεύρου ή μετεγχειρητικός πόνος, για την βελτίωση ενεργοποίησης τετρακέφαλου μετά από ρήξη προσθίου χιαστού συνδέσμου (ΠΧΣ) καθώς και στην αντιμετώπιση της ημιπληγίας που εμφανίζεται έπειτα από ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Απόλυτες αντενδείξεις για τη χρήση θεραπείας με καθρέφτη δεν έχουν παρατηρηθεί. (Invernizzi et al. 2013).
Αν και μέχρι σήμερα ο μηχανισμός του Μ.Τ. παραμένει ασαφής, έχουν υπάρξει υποσχόμενες μελέτες που προσπαθούν να διασαφηνίσουν την νευρωνική βάση πίσω από την προφανή επιτυχία της μεθόδου αυτής (Invernizzi et al. 2013).
Εφαρμογή
Στην θεραπεία με καθρέφτη ο ασθενής κάθεται μπροστά από ένα καθρέφτη ο οποίος τοποθετείται σε ένα μέσο, διάμεσο επίπεδο. Όταν κοιτά τον καθρέφτη ο ασθενής βλέπει την αντανάκλαση του άθικτου άκρου σαν να ήταν το επηρεασμένο. Η κίνηση του άθικτου άκρου δίνει στον ασθενή την ψευδαίσθηση ότι το επηρεασμένο άκρο κινείται (Sütbeyaz et al. 2007).
Ερευνητική Απόδειξη τεχνικής
Βλέποντας αρχικά τα καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του πόνου -φάντασμα στα ακρωτηριασμένα άκρα έγιναν μελέτες για την επίδραση του καθρέφτη σε ασθενείς με ημιπάρεση ως αποτέλεσμα αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και έγιναν πιο εμπεριστατωμένες μελέτες για τα αποτελέσματα της Mirror Therapy σε ημιπληγικούς ασθενείς και την μείωση του χρόνιου πόνου τους.
Έτσι, οι Yavuzer et al. (2008) θέλησαν να ερευνήσουν τις επιδράσεις που έχει η χρήση της θεραπευτικής τεχνικής Mirror Therapy στην αποκατάσταση του παρετικού άνω άκρου στο υποξύ στάδιο, σε ασθενείς μετά από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Από αυτή την έρευνα προκύπτει ότι η Mirror therapy σε συνδυασμό με ένα συμβατικό πρόγραμμα αποκατάστασης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου έχει κάποια θετικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση της κίνησης και στη λειτουργικότητα του άνω άκρου σε ημιπληγία μετά από ΑΕΕ αλλά και σημαντική μείωση του πόνου. Επίσης πρόσφατα ερευνητικά στοιχεία αποδεικνύουν και στην αναδιοργάνωση του κινητικού φλοιού (Subedi and Grossberg 2011).
Συμπερασματικά, ο πόνος έγκειται ως μια πολύπλοκη διαδικασία μη κατανοητή για τον ασθενή. Συνεπώς συμβουλευτείτε τον φυσικοθεραπευτή σας, ούτως ώστε να κατανοήστε καλυτέρα τον πόνο που σας ταλαιπωρεί και να τον προσεγγίσετε με θεραπείες όπως το Μ.Τ. που μοιάζουν με παιχνίδι (KnoW pain, KnoW gain).
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}