Την περασμένη άνοιξη ένας καινούργιος, ιδιαίτερα μεταδοτικός κορωνοϊός, με την επωνυμία COVID-19, εμφανίστηκε στην Ευρώπη αλλά και τις λοιπές ηπείρους και εξαπλώθηκε ταχύτατα, πληρώντας έτσι τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί από τον ΠΟΥ ως πανδημία. Αν και δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση πανδημίας στη σύγχρονη εποχή (βλ. π.χ αυτή της Ισπανικής γρίπης), η διεθνής ιατρική κοινότητα δεν ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει την αυξημένη μεταδοτικότητα του νέου ιού και την συνεπακόλουθη ταχύτατη διασπορά του, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευκολία των μετακινήσεων που προσφέρουν οι σύγχρονες συγκοινωνίες.
Ο COVID 19 φάνηκε ότι προκαλεί σε ποσοστό 20% των πασχόντων έντονη αναπνευστική δυσχέρεια με συνέπεια ποσοστό 5% να χρειάζεται μηχανική υποστήριξη. Κατέστη, δε, αμέσως σαφές, ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα θανατηφόρα ίωση, αφού από τους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν στις ΜΕΘ, ένα σημαντικό μέρος κατέληξε, ιδίως ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας με συνοδά προβλήματα υγείας. Η κυβέρνηση, επέβαλε γενικευμένο lockdown καταφέρνοντας να περιορίσει με επιτυχία την εξάπλωση του κορωνοϊού. Οι συνέπειες του περιορισμού στις μετακινήσεις έγιναν αισθητές ακόμα και στα επείγοντα των νοσοκομείων, όπου τουλάχιστον για τα ουρολογικά περιστατικά, παρατηρήθηκε μείωση αυτών έως και 50%.
Τα ως άνω έκτακτα μέτρα είχαν ως συνέπεια να πραγματοποιούνται μόνο επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις, τόσο λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας σε χειρουργικά τραπέζια όσο και λόγω του κινδύνου μετάδοσης του ιού στους χειρουργημένους ασθενείς κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο, γεγονός συνυφασμένο με αυξημένα ποσοστά θνητότητας. Από την υπάρχουσα βιβλιογραφία δεν είναι γνωστό αν ο καρκίνος αποτελεί ανεξάρτητο επιβαρυντικό παράγοντα σε αυτούς που νοσήσουν με COVID 19. Είναι γνωστό ότι οι ογκολογικοί ασθενείς, που λαμβάνουν ή πρόκειται να ξεκινήσουν χημειοθεραπεία, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο σε περίπτωση έκθεσης τους στον ιό,καθώς οι ασθενείς αυτοί είναι ανοσοκατασταλμένοι.
Δεδομένου ότι η εμφάνιση καρκίνων δεν σταμάτησε την περίοδο της πανδημίας, και καθώς τα περιοριστικά μέτρα επεκτείνονταν όλο και περισσότερο, έγινε απαραίτητο να αντιμετωπισθούν και ογκολογικά περιστατικά τα οποία έχρηζαν άμεσης αντιμετώπισης καθώς τυχόν καθυστέρηση θα είχε επίπτωση στην πρόγνωση της νόσου. Γνωρίζουμε ότι όλες οι κακοήθειες δεν παρουσιάζουν την ίδια επιθετικότητα. Η πρόγνωσή τους δεν εξαρτάται μόνο από το είδος του καρκίνου αλλά και από το στάδιο της νόσου, την στιγμή της διάγνωσής της.
Εταιρείες διαφόρων ειδικοτήτων παρουσίασαν σειρά κατευθυντήριων οδηγιών, εναλλακτικών προτάσεων και θεραπευτικών σχημάτων για την αντιμετώπιση ασθενών που κανονικά, θα έπρεπε να υποβληθούν σε χημειοθεραπεία. Η Ευρωπαϊκή Ουρολογική Εταιρεία (EAU) ήταν μία από τις πρώτες που εξέδωσε σαφείς οδηγίες για την αντιμετώπιση των ουρολογικών κακοηθειών. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι προτάσεις αυτές στηρίζονται σε γνώμες ειδικών (expertsopinion) και διαμορφώνονται βάσει της ήδη υπάρχουσας βιβλιογραφίας.
Ως γνωστόν, ο διηθητικός καρκίνος της κύστεως μαζί με αυτόν του ανώτερου αποχετευτικού συστήματος, οι όγκοι των επινεφριδίων, του πέους και του όρχεως, καθώς και οι μεγάλοι όγκοι νεφρού πρέπει να αντιμετωπίζονται σύντομα μετά τη διάγνωσή τους. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τους επιφανειακούς όγκους κύστεως και τους μικρούς σε μέγεθος όγκους νεφρού, η χειρουργική/ θεραπευτική αντιμετώπισή τους θα μπορούσε να καθυστερήσει μερικές εβδομάδες/μήνες έως την επαναφορά του επιδημιολογικού φορτίου του κορωνοϊού σε αποδεκτά επίπεδα.
Ειδικότερα, ο καρκίνος του προστάτη θεωρείται μία νεοπλασία με αργή πρόοδο που παρουσιάζει σε κάθε στάδιο διαφορετικό κίνδυνο εξέλιξης. Η αντιμετώπιση του εντοπισμένου προστατικού καρκίνου, με ριζική προστατεκτομήή με ακτινοβολία, θα μπορούσε να μετατεθεί για χρονικό διάστημα ορισμένων μηνών. Η ενεργητική παρακολούθηση είναι μία αποδεκτή θεραπευτική μέθοδος για ασθενείς με την ως άνω νεοπλασία, ιδίως για άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας με νεοπλασίες εξαιρετικά χαμηλού κινδύνου. Σε ασθενείς υψηλού κινδύνουη χρήση ανδρογονικού αποκλεισμού μπορεί να χορηγηθεί νεοεπικουρικάμε ασφάλεια μέχρι να καταστεί εφικτή η ριζική αντιμετώπιση της νόσου. Ηχρονική στιγμή της χειρουργικής αντιμετώπισης τέτοιων ασθενών είναι αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στους ουρολόγους, χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί με βεβαιότητα αν μπορούμε να περιμένουμε πάνω από τρείς μήνες. Σε περίπτωση μεταστατικού ή και ευνουχοάντοχου καρκίνου προστάτη κατά την οποία η πρόγνωση είναι περισσότερο αβέβαιη, αποτελεί ασφαλή επιλογή η προσθήκη ενός από τα νεώτερης γενιάς αντιανδρογόνα, ενώ αντιθέτως, θα πρέπει να αποφεύγονται η χημειοθεραπεία, και ραδιοφαρμακευτικά προϊόντα λόγω της αιματολογικής τοξικότητας και της προκαλούμενης ανοσοκαταστολής.
Η διερεύνηση της ύπαρξης καρκίνου του προστάτη μπορεί να μετατεθεί χρονικά όσο διαρκεί η πανδημία. Αντιθέτως, οι ασθενείς με ενεργό νόσο και κυρίως όσοι χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου, πρέπει να διατηρούν την επαφή τους με τον θεράποντα ουρολόγο καθώς η αγωγή τους χρήζει διαρκούς επαγρύπνησης αλλά και τυχόν τροποποίησης και προσαρμογής. Οι δυνατότητες τηλεδιάσκεψης και άυλης συνταγογράφησης έχουν συμβάλει σημαντικά στην επικοινωνία και τον συντονισμό μεταξύ θεράποντων ιατρών και των ασθενών τους.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}