Η δυσανεξία στη λακτόζη αποτελεί πολύ συχνό σύμπτωμα παγκοσμίως, κυρίως στους ενηλίκους, ενώ σε βρέφη ή νήπια εμφανίζεται συνήθως έπειτα από κάποια λοίμωξη. Στα βρέφη και στα νήπια, βέβαια, είναι παροδική και με την κατάλληλη αντιμετώπιση η λακτόζη μπορεί να επανέλθει σταδιακά στη διατροφή τους.
Γιατί, όμως, η λακτόζη είναι τόσο σημαντική στις πρώιμες ηλικίες, πώς εκδηλώνεται η δυσανεξία και κυρίως πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί;
Τι είναι η δυσανεξία στη λακτόζη;
Πρόκειται για τη μη πλήρη πέψη της λακτόζης στο λεπτό έντερο λόγω έλλειψης ή μειωμένης συγκέντρωσης του ενζύμου λακτάση. Η λακτόζη είναι το σάκχαρο που περιέχεται στο μητρικό και στο αγελαδινό γάλα και είναι σημαντικό για την απορρόφηση του ασβεστίου.
Όταν η λακτόζη δε διασπάται από τη λακτάση στο λεπτό έντερο, περνάει στο παχύ έντερο όπου τα βακτηρίδια του εντέρου τη διασπούν και μετά από ζυμώσεις παράγονται αέρια που διατείνουν το έντερο, γίνεται όσμωση του νερού, προκαλείται διάρροια και το παιδί εμφανίζει συμπτώματα.
Ποια είναι τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη;
Τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι: αέρια, μετεωρισμός κοιλίας, κοιλιακό άλγος, «φούσκωμα» μετά τα γεύματα που περιέχουν γάλα και διάρροια.
Πόσο συχνή είναι;
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ιδιαίτερα συχνή και χωρίζεται σε δευτερογενή και σε πρωτοπαθή. Η δευτερογενής είναι πολύ πιο συχνή και εμφανίζεται ανά πάσα στιγμή μετά τα 3 έτη ζωής, δηλαδή μετά τον απογαλακτισμό του παιδιού, όπου η παρουσία του ενζύμου λακτάση σταδιακά σβήνει από το βλεννογόνο του λεπτού εντέρου.
Γι’ αυτό η πλειονότητα των ενηλίκων ανά τον κόσμο έχει έλλειψη της λακτάσης. Η συχνότητα της δυσανεξίας στη λακτόζη στην Ευρώπη υπολογίζεται στο 20% και το μεγαλύτερο ποσοστό απαντά στη Νότια Ευρώπη σε σχέση με τη Βόρεια.
Στην Αφρική και στην Ασία η δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζεται σε υψηλά ποσοστά, 65%-90%.
Συχνά η έλλειψη της λακτάσης προκαλείται από την καταστροφή του βλεννογόνου, μετά από οξεία γαστρεντερίτιδα, αλλά και ύστερα από χρόνιες παθήσεις του εντέρου, όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου. Η συχνότητα της δευτεροπαθούς δυσανεξίας στη λακτόζη σε παιδιά μετά από γαστρεντερίτιδα από ροταϊό υπολογίζεται σε ποσοστό έως 13%.
Η πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη (αλακτασία) είναι πάρα πολύ σπάνια διεθνώς και εμφανίζεται μετά τη γέννηση, με βαριά διάρροια μετά την πρώτη σίτιση με γάλα, και οδηγεί σε αφυδάτωση.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Το πιο συχνό τεστ που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι η μέτρηση του pH των κοπράνων, τα οποία είναι όξινα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις ηλικίες παιδιών. Πιο ειδική εξέταση είναι το τεστ αναπνοής, μέσω της μέτρησης του υδρογόνου στον εισπνεόμενο αέρα, που μπορεί να γίνει σε παιδιά άνω των 6 ετών καθώς απαιτεί συνεργασία του μικρού ασθενούς.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Η δυσανεξία στη λακτόζη στα βρέφη και στα νήπια είναι παροδική και οφείλεται κυρίως στην καταστροφή των λαχνών του βλεννογόνου του εντέρου έπειτα από λοίμωξη. Στις περιπτώσεις αυτές χορηγείται γάλα χωρίς λακτόζη (LF) και ειδικές κρέμες χωρίς λακτόζη για 3-4 εβδομάδες, διάστημα που απαιτείται για την αποκατάσταση των εντερικών λαχνών και της λακτάσης.
Τα γάλατα αυτά περιέχουν συνήθως πολυμερή γλυκόζης και άμυλο αραβοσίτου. Μετά από αυτό το διάστημα, η λακτόζη εισάγεται σταδιακά στη δίαιτα του βρέφους, αφού ενισχύει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο και συμβάλλει στην ανάπτυξη των οστών.
Σε μεγαλύτερα παιδιά, συνιστάται γάλα με μειωμένη κατά 70% ή χωρίς καθόλου λακτόζη και συχνά μικρά γεύματα με κίτρινα τυριά και με γιαούρτι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα κίτρινα τυριά και το γιαούρτι είναι καλύτερα ανεκτά από το γάλα, λόγω της χαμηλότερης περιεκτικότητας σε λακτόζη σε σχέση με το φρέσκο γάλα και της σταδιακής τους μετάβασης από το στομάχι στο λεπτό έντερο.
Σε παιδιά που δεν μπορούν να πιουν τα ειδικά γάλατα χωρίς λακτόζη, μπορεί να χρησιμοποιηθούν σταγόνες λακτάσης, οι οποίες προστίθενται στο κανονικό γάλα και κυκλοφορούν στο εξωτερικό. Επίσης, υπάρχουν δισκία λακτάσης που λαμβάνονται πριν από τα γεύματα που περιέχουν λακτόζη.
Σε περιπτώσεις όπου η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται σε χρόνια εντεροπάθεια, π.χ. κοιλιοκάκη, ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου ή αλλεργική εντεροπάθεια, χρειάζεται θεραπεία της υποκείμενης νόσου για τη βελτίωση των εντερικών λαχνών και των συμπτωμάτων του παιδιού.
Πηγές:
Δρ Αίγλη Ζέλλου, Παιδογαστρεντερολόγος - Ηπατολόγος, Διευθύντρια Παιδογαστρεντερολογικού Τμήματος Παίδων ΜΗΤΕΡΑ.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}