«Έχω κατάθλιψη». Μία φράση που ακούμε συχνά στο φιλικό και εργασιακό περιβάλλον. Παρά το γεγονός ότι ολοένα περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης, το θέμα παραμένει ακόμη ταμπού.
Η κατάθλιψη είναι μία σοβαρή ασθένεια που χρήζει θεραπείας. Στην Ευρώπη, περίπου το 25% των ανθρώπων ετησίως εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης ή άγχους.
Διαταραχές ύπνου και διατροφής, απώλεια διάθεσης και αισιοδοξίας, αίσθημα ενοχής, τάσεις αυτοκτονίας είναι μερικά από τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Τα συμπτώματα θα πρέπει να διαρκούν για τέσσερις, πέντε ή έξι εβδομάδες και σε κάθε περίπτωση πάνω από δύο. Τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για κατάθλιψη.
Οι ασθενείς που υποφέρουν από κατάθλιψη δεν μπορούν να νιώσουν χαρά, αλλά ούτε και λύπη. Πάσχουν από «συναισθηματική απάθεια». Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής αλλά και ψυχολογική υποστήριξη.
Για τους ανθρώπους του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος των ασθενών, ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η ανίχνευση των αιτίων που οδηγούν στην κατάθλιψη.
Η διάγνωσή της μπορεί να δράσει προληπτικά για άλλα μέλη της οικογένειας, από τη στιγμή που κάποια είδη κατάθλιψης είναι κληρονομικά. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι περιπτώσεις της διπολικής μανιοκατάθλιψης και άλλων καταθλιπτικών διαταραχών με τάσεις υποτροπής.
Σε μεγάλο βαθμό η κατάθλιψη, ακόμη και σήμερα, θεωρείται «ταμπού», ενώ οι πάσχοντες σπάνια μιλούν ανοιχτά για το πρόβλημά τους, φοβούμενοι τον κοινωνικό στιγματισμό. Κάτι τέτοιο όμως επιβραδύνει τη διάγνωση.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, περίπου 350 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από κατάθλιψη. Από αυτούς η πλειοψηφία προέρχεται από χώρες με σταθερή έως ισχυρή οικονομία.
Πρώτη στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών τα τελευταία δέκα χρόνια είναι η Ισλανδία. Ακολουθούν η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Δανία και η Σουηδία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ισλανδία το 2008 σχεδόν το 30% των γυναικών ηλικίας άνω των 65 ετών έπαιρνε αντικαταθλιπτικά. Αυξητικές τάσεις παρουσιάζει η χρήση αντικαταθλιπτικών και στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Iσπανία, Πορτογαλία, Ιταλία), κάτι που, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, σχετίζεται με την οικονομική κρίση.
Αυτό, όμως, που σίγουρα εκπλήσσει είναι τα στοιχεία για την ευημερούσα Γερμανία. Κατά την ίδια περίοδο, και ενώ η Γερμανία δεν επηρεάστηκε παρά ελάχιστα από την κρίση, η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών παρουσιάζει και εκεί αύξηση της τάξης του 46% σε σχέση με προηγούμενα έτη.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}