Η 28η του περασμένου Φεβρουαρίου έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως η μέρα της μεγαλύτερης σιδηροδρομικής τραγωδίας στην ιστορία της χώρας, με 57 νεκρούς και τουλάχιστον 85 τραυματίες μετά από μετωπική σύγκρουση δύο αμαξοστοιχιών στην γραμμή Αθηνών - Θεσσαλονίκης, κοντά στον Ευαγγελισμό Λάρισας.
Σχεδόν εννέα μήνες μετά, οι πληγές παραμένουν ανοιχτές, ενώ επιβιώσαντες επιβάτες του μοιραίου τρένου και συγγενείς των θυμάτων εξακολουθούν να βιώνουν τις τραυματικές επιπτώσεις του συμβάντος.
Ο Γρηγόριος Καρακατσούλης, ψυχίατρος, επιμελητής β' στη Γ' Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του ΑΠΘ στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, παρουσίασε τα μέχρι σήμερα δεδομένα λειτουργίας του Ιατρείου Τραύματος που δημιουργήθηκε στην Κλινική, για την παροχή ψυχιατρικής φροντίδας στους επιζήσαντες της τραγωδίας. Η παρουσίαση έγινε στη διάρκεια των Ημερών Ψυχικής Υγείας (Days of Mental Health) 2023, στη Θεσσαλονίκη.
Το προφίλ των 39 επιβατών
Το Ιατρείο Τραύματος επισκέφθηκαν για ψυχιατρική φροντίδα συνολικά 39 επιβάτες της μοιραίας αμαξοστοιχίας, εκ των οποίων οι 17 άνδρες και 22 γυναίκες, με μέσο όρο ηλικίας τα 31 έτη (33 για τις γυναίκες, 29 για τους άνδρες). Το 60% είναι εργαζόμενοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία άγαμοι, ενώ δύο έχουν άλλη εθνικότητα πλην της ελληνικής.
Οι περισσότεροι (20 επιβάτες) βρίσκονταν στο τρίτο βαγόνι του τρένου, δηλαδή στο βαγόνι με τη μεγαλύτερη εγγύτητα στο δεύτερο που διαλύθηκε. Από τους υπόλοιπους 19, οι 4 ήταν στο τέταρτο βαγόνι, 7 στο πέμπτο, 6 στο έκτο και 2 στο έβδομο.
Οι τέσσερις στους δέκα είχαν άμεσο οπτικό ερέθισμα εξαιρετικής βαρύτητας, δηλαδή είδαν με τα μάτια τους νεκρούς ή τραυματίες
Οι μισοί από τους εξετασθέντες είχαν υποστεί σωματικό τραυματισμό, ενώ οι 17 από τους 39 είχαν προϋπάρχουσα ψυχοπαθολογία (7 άνδρες και 10 γυναίκες).
Διάγνωση - θεραπεία
Ένα μήνα μετά το δυστύχημα, εννέα στους δέκα αιτούντες φροντίδας (89,74%) πληρούσαν τα κριτήρια για οξεία αντίδραση σε στρεσογόνο παράγοντα (συνολικά 35 άτομα - 20 γυναίκες, 15 άνδρες), ενώ ένας στους δέκα (10,26%) πληρούσε τα κριτήρια για μετατραυματική διαταραχή στρες (4 άτομα - 2 άνδρες, 2 γυναίκες).
Σε ό,τι αφορά την θεραπεία, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τις οδηγίες δεν χορηγείται φαρμακευτική αγωγή στην οξεία αντίδραση σε στρεσογόνο παράγοντα, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, εδώ χρειάστηκε ο ψυχίατρος να συστήσει αγωγή για το 75% των ασθενών.
Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Καρακατσούλη, χρήζει πολλαπλής ανάγνωσης και οφείλεται αφενός στην πίεση από τους ίδιους τους αιτούμενους για φαρμακευτική αγωγή, λόγω προβλημάτων με τον ύπνο, και αφετέρου σε προϋπάρχουσα ψυχοπαθολογία που είχε περίπου το 50%.
"Οι περισσότεροι είχαν πρόβλημα με τον ύπνο τους, τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες - είτε με εφιάλτες είτε με κατακερματισμό του ύπνου - και έτσι χρειάστηκε να τους βάλουμε κάποιο παράγοντα που θα τους βοηθούσε να κοιμηθούν", εξήγησε ο ψυχίατρος, διευκρινίζοντας πως το πρόβλημα ήταν πραγματικό και δεν διαπιστώθηκε πως κάποιος προσποιείται επιδιώκοντας δευτερογενές όφελος, όπως μεγαλύτερη αποζημίωση στο μέλλον, λόγω βαρύτητας συμπτωματολογίας.
Σε ό,τι αφορά όσους είχαν προϋπάρχουσα παθοψυχολογία, εξήγησε πως "ούτως ή άλλως θα έπαιρναν αγωγή, γιατί είχαν είτε ενεργό ψυχοπαθολογία είτε εν υπνώσει. Κάποιος δηλαδή ο οποίος είχε από πριν αγχώδη στοιχεία πιο έντονα από το μέσο όρο, το δυστύχημα τον έκανε να χρειαστεί πιο δραστική παρέμβαση με φαρμακευτικά μέσα".
Δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ σύστασης για φαρμακευτική αγωγή και του βαγονιού στο οποίο επέβαιναν οι αιτούμενοι φροντίδας επιβάτες. Το 75% αυτών στους οποίους υπήρξε σύσταση για αγωγή την έλαβε.
Ψυχοθεραπεία - τηλεπαρακολούθηση
Σε όλους τους ασθενείς, εκτός από έναν που αποκλείστηκε από τα κριτήρια για ειδικό λόγο, συστήθηκε ψυχοθεραπεία. Συγκροτήθηκαν δύο ομάδες αντιμετώπισης του τραύματος, οι οποίες οργάνωσαν συνολικά 47 συνεδρίες ομαδικής ψυχοθεραπείας σε διάστημα 8 μηνών, με έναρξη περίπου δύο εβδομάδες μετά το δυστύχημα και ολοκλήρωση στα τέλη Οκτωβρίου. Στις συνεδρίες συμμετείχαν οι μισοί από τους αιτούμενους φροντίδας.
Ακολούθησε τηλεψυχιατρικό follow up, στο πλαίσιο της υπηρεσίας τηλεψυχιατρικής που λειτουργεί στη Γ Ψυχιατρική Κλινική. Σε αυτό συνδέθηκε 1 στους 4 αιτούμενους. Περίπου ένας στους τρεις δεν συνδέθηκε και δεν ειδοποίησε, ενώ το 40% ειδοποίησε ότι δεν επιθυμεί τηλεψυχιατρική παρακολούθηση. Το γεγονός, σύμφωνα με τον κ.Καρακατσούλη, ίσως αντανακλά και τη μη ανάγκη για περαιτέρω παρακολούθηση. «Ήταν ίσως ένα καλό screening για να δούμε ποιοι είχαν επιμονή της συμπτωματολογίας», παρατήρησε.
Μέχρι σήμερα, συνεχίζουν την παρακολούθηση στην Τηλεψυχιατρική Υπηρεσία τρία άτομα, δηλαδή το 7,7% του αρχικού συνόλου.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Εορταστικές ημέρες διατροφής: Δες το αλλιώς
Κίρρωση ήπατος: Όσα πρέπει να γνωρίζετε
Γιατί υπάρχει τόσο στρες στις γιορτές