Νέα στοιχεία για τη σιμεπρεβίρη, τον αναστολέα πρωτεάσης NS3/4A δεύτερης γενιάς, παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του 24ου Συνεδρίου της Ασιατικής Εταιρείας Μελέτης του Ήπατος (APASL) στην Κωνσταντινούπολη. 

Τα δεδομένα αυτά, που παρουσίασε η φαρμακευτική εταιρεία Janssen, προήλθαν από μια ανοιχτή μελέτη Φάσης 3, κατά την οποία διερευνήθηκε η δυνατότητα βράχυνσης της θεραπείας με σιμεπρεβίρη (SMV), σε συνδυασμό με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη (PEG-IFN) και ριμπαβιρίνη (RBV), από 24 σε 12 εβδομάδες, σε πρωτοθεραπευόμενους ασθενείς με Ηπατίτιδα C (HCV) γονότυπου (GT) 1 και 4.

Ο σκοπός της υπομελέτης ήταν να αξιολογηθεί κατά πόσο η συνολική θεραπεία με σιμεπρεβίρη και PEG-IFN/RBV μπορεί να μειωθεί στις 12 εβδομάδες, βάσει της πρώιμης ιολογικής δραστηριότητας την 2η εβδομάδα, σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ίνωση.
«Οι θεραπείες με ιντερφερόνη παραμένουν μια σημαντική επιλογή για την αντιμετώπιση της HCV λοίμωξης σε περιοχές όπου η πρόσβαση των ασθενών στη θεραπεία είναι περιορισμένη. Η Janssen έχει δεσμευτεί να ερευνήσει τη χρήση σιμεπρεβίρης σε ένα ευρύ φάσμα πληθυσμών ασθενών και θεραπευτικών σχημάτων, ειδικά σε περιπτώσεις που δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς, όπως ο γονότυπος 4», δήλωσε ο Michael Schlag, PhD, Medical Affairs Director, HCV, Janssen EMEA. «Η Janssen είναι αφοσιωμένη στην έρευνα για τη βελτίωση της έκβασης των ασθενών και για την καθοδήγηση των γιατρών αναφορικά με τις πλέον αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς».

Σκέλος μελέτης με ασθενείς Γονότυπου 1

Στο πρώτο σκέλος της μελέτης ερευνήθηκαν πρωτοθεραπευόμενοι ασθενείς GT1 με καθόλου έως μέτρια ηπατική ίνωση, με στόχο να αξιολογηθεί κατά πόσο η ανταπόκριση στο SMV και PEG-IFN/RBV κατά τη 2η εβδομάδα, μπορεί να επιτρέψει τη βράχυνση της θεραπείας σε 12 εβδομάδες, ανεξάρτητα από τους λοιπούς παράγοντες κατά την έναρξη και τη διάρκεια της θεραπείας.
Το 76% (123 άτομα) του συνόλου των ασθενών ήταν κατάλληλο για θεραπεία 12 εβδομάδων, εκ των οποίων το 66% ανταποκρίθηκε πετυχαίνοντας SVR12. Τα υψηλότερα ποσοστά SVR παρατηρήθηκαν σε ασθενείς με γονότυπο IL28B CC, χαμηλό ιικό φορτίο, καθώς και ήπια ίνωση. Συνεχίζεται η πολυπαραγοντική ανάλυση που έχει ως στόχο να ταυτοποιήσει τους ασθενείς με υψηλή πιθανότητα ίασης με βάση τις παραμέτρους κατά την έναρξη και την ανταπόκριση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι από μόνη της η ανταπόκριση κατά τη 2η εβδομάδα δεν προβλέπει το αποτέλεσμα, καθώς οι παράμετροι κατά την έναρξη επηρεάζουν τα ποσοστά SVR στους ασθενείς με GT1. Η συνεχιζόμενη πολυπαραγοντική ανάλυση έχει ως στόχο να προσδιορίσει τους ασθενείς που μπορούν να ωφεληθούν από 12 εβδομάδες θεραπείας.

Σκέλος μελέτης με ασθενείς Γονότυπου 4

Σε αυτό το σκέλος της μελέτης ερευνήθηκαν πρωτοθεραπευόμενοι ασθενείς GT4 με καθόλου έως μέτρια ηπατική ίνωση από την Ευρώπη και τη Σαουδική Αραβία. Τα αποτελέσματα από μια ενδιάμεση ανάλυση σε Ευρωπαίους ασθενείς έδειξαν ότι από μια υποομάδα ασθενών (50 άτομα), το 48% πληρούσε τα κριτήρια για τη διακοπή της θεραπείας τη 12η εβδομάδα. Μέχρι σήμερα, κανένας ασθενής δεν διέκοψε τη θεραπεία πρόωρα. Επιπλέον, από τους ασθενείς που ήταν κατάλληλοι για ολοκλήρωση της θεραπείας στις 12 εβδομάδες και με αξιολογήσιμα αποτελέσματα, το 94% πέτυχε SVR στις 4 εβδομάδες μετά τη θεραπεία, με έναν ασθενή με ελλιπή στοιχεία. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι υπάρχει η δυνατότητα βράχυνσης της θεραπείας με σιμεπρεβίρη σε συνδυασμό με PEG-IFN/RBV, σε 12 εβδομάδες συνολικά. Περαιτέρω ανάλυση αυτών των δεδομένων θα είναι διαθέσιμη σε μεταγενέστερο στάδιο.

Ασφάλεια

Η θεραπεία με σιμεπρεβίρη σε συνδυασμό με PEG-IFN / RBV ήταν γενικώς καλώς ανεκτή και στα δύο σκέλη της μελέτης. Στο σκέλος της μελέτης με γονότυπο 1, μόνο το 1,8% των ασθενών διέκοψε τη θεραπεία με σιμεπρεβίρη και PEG-IFN/RBV λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών, εκ των οποίων μόνο μία θεωρήθηκε ότι έχει σχέση με τη σιμεπρεβίρη. Πιο συχνές ήταν η γριπώδης νόσος (35,6%), ο κνησμός (32%) και η κόπωση (27%). Στο σκέλος με γονότυπο 4, τρείς ασθενείς (6%) διέκοψαν τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών, που περιελάμβαναν το ερύθημα και τον κνησμό.

«Η μείωση της διάρκειας της θεραπείας με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη, καθώς και η πρόληψη της εξέλιξης της HCV λοίμωξης μέσω πιο αποτελεσματικών και βραχύτερων θεραπευτικών σχημάτων, αποτελούν το στόχο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου», δήλωσε ο Καθηγητής Tarik Asselah, του Νοσοκομείου Beaujon, του Πανεπιστημίου του Παρισιού και κύριος ερευνητής της μελέτης. «Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο APASL υποδεικνύουν την δυνατότητα που εμφανίζει η σιμεπρεβίρη να συμμετέχει σε σχήματα βραχύτερης διάρκειας με ιντερφερόνη για τους ασθενείς με γονότυπο 1 και 4, με σημαντικά οφέλη σε επίπεδα ανοχής σε αυτούς τους πληθυσμούς ασθενών».

Σχετικά με τη σιμεπρεβίρη

Η σιμεπρεβίρη, είναι ένας αναστολέας πρωτεάσης NS3/4A δεύτερης γενιάς που αναπτύχθηκε από κοινού από την Janssen R&D Ireland και τη Medivir AB και ενδείκνυται για τη θεραπεία της χρόνιας Ηπατίτιδας C, ως συστατικό της συνδυαστικής αντι-ιικής θεραπείας. Η αποτελεσματικότητα της σιμεπρεβίρης έχει αποδειχθεί σε ασθενείς με HCV γονότυπου 1 και 4 με αντιρροπούμενη ηπατική νόσο, συμπεριλαμβανομένης της κίρρωσης.

Η Janssen είναι υπεύθυνη για την παγκόσμια κλινική ανάπτυξη της σιμεπρεβίρης και έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα εμπορίας, σε όλο τον κόσμο εκτός από τις σκανδιναβικές χώρες. Η Medivir ΑΒ διατηρεί τα δικαιώματα εμπορίας για τη σιμεπρεβίρη στις χώρες αυτές υπό την άδεια κυκλοφορίας που έχει από την Janssen-Cilag International NV. Η σιμεπρεβίρη εγκρίθηκε το 2013 στην Ιαπωνία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ και το 2014 στη Ρωσία, στο Μεξικό στην Αυστραλία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η έγκριση ακολούθησε σε πολλές άλλες αγορές σε όλο τον κόσμο (οι ενδείξεις του φαρμάκου ποικίλουν ανά αγορά).

Σχετικά με την Ηπατίτιδα C

Η Ηπατίτιδα C (HCV) αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, παγκοσμίως. Προκαλείται από ένα σοβαρό και σύνθετο ιό που μεταδίδεται με το αίμα και εκδηλώνεται μέσω της εμφάνισης ηπατικών επιπλοκών. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές και δυνητικά θανατηφόρες βλάβες στο ήπαρ, όπως κίρρωση, που οδηγεί σε ενδεχόμενη μεταμόσχευση. Στην Ευρώπη, ο HCV είναι η κύρια αιτία μεταμόσχευσης ήπατος.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη του Ήπατος (EASL) εκτιμούν ότι 170 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είχαν χρόνια λοίμωξη με HCV το 2011. Ο ιός είναι υπεύθυνος για περίπου 500.000 θανάτους παγκοσμίως και 86.000 θανάτους στην Ευρώπη κάθε χρόνο. Δεδομένου ότι η ασθένεια είναι συχνά ασυμπτωματική στα αρχικά της στάδια,η διάγνωση και η θεραπεία μπορεί να γίνουν αρκετά δύσκολες. Έως και 90% των ατόμων με HCV δεν απαλλάσσονται από τον ιό χωρίς θεραπεία και αποκτούν χρόνια λοίμωξη. Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι το 20% των ατόμων με HCV θα αναπτύξουν κίρρωση και, από αυτούς, μέχρι και το 20% μπορεί να εξελιχθεί σε καρκίνο του ήπατος. Ο γονότυπος 1 του HCV είναι η πιο διαδεδομένη μορφή του ιού σε όλο τον κόσμο και μία από τις πιο δύσκολες για επιτυχή θεραπεία.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού