Αγγλικός όρος

diphtheria

Ορισμός

Σπάνια βακτηριακή και λοιμώδης νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό μιας μεμβράνης στις αμυγδαλές, στην σταφυλή, στη μαλακή υπερώα και στον οπίσθιο φάρυγγα, ενώ περιστασιακά και στο δέρμα. Η μεμβράνη δημιουργείται από ένα πηκτό, φλεγμονώδες εξίδρωμα.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Ο οργανισμός που ευθύνεται για τη διφθερίτιδα είναι το Corynebacterium diphtheriae, ένας θετικός κατά gram βάκιλος, με σχήμα μπαστουνιού, που δεν σχηματίζει σπόρια και δεν κινείται. Ο οργανισμός μεταδίδεται από άτομο σε άτομο μέσω των αερομεταφερόμενων σταγονιδίων. Ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα εμβολιασμών κατέστησε σπάνια τη συχνότητα της νόσου στις ΗΠΑ, με εξαίρεση τις ομάδες ανθρώπων που δεν έλαβαν την ανοσοποίηση. Ωστόσο, η έλλειψη λοιμογόνων στελεχών για την ενίσχυση της ανοσίας είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ανοσίας σε ορισμένα ηλικιωμένα άτομα. Η περίοδος της επώασης είναι 2 έως 5 ημέρες και περιστασιακά περισσότερο.

ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ: Η ανοσοποίηση επιτυγχάνεται με τη χορήγηση τριών δόσεων οι οποίες απέχουν 4 τουλάχιστον εβδομάδες μεταξύ τους, και ξεκινώντας από την ηλικία των 2 μηνών. Χορηγείται τοξοειδές της διφθερίτιδας (ανενεργή εξωτοξίνη ικανή να διεγείρει την παραγωγή αντισωμάτων), σε συνδυασμό με το εμβόλιο του κοκκύτη και το τοξοειδές του τετάνου· μια τέταρτη δόση χορηγείται 1 χρόνο αργότερα. Εάν κάποιο παιδί ηλικίας κάτω των 6 ετών εκτεθεί στη διφθερίτιδα, χορηγούνται αναμνηστικές δόσεις. Οι ενήλικες μπορούν να λάβουν αναμνηστική δόση ή τοξοειδές της διφθερίτιδας όταν κάθε 10 χρόνια χορηγούνται αναμνηστικές δόσεις του τοξοειδούς του τετάνου. Η ανοσία στη διφθερίτιδα αποτιμάται με τη μέτρηση του επιπέδου των αντισωμάτων στο αίμα, ή πιο σπάνια με τη δοκιμασία Schick, με την οποία χορηγούνται ενδοδερμικά μικρές δόσεις της απενεργοποιημένης τοξίνης· η παρουσία νέκρωσης στη θέση είναι ένδειξη απουσίας προστατευτικών αντισωμάτων.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Οι ασθενείς εμφανίζουν πυρετό, αδιαθεσία, αυχενική λεμφαδενοπάθεια και κυνάγχη. Στο λαιμό σχηματίζεται μια σκληρή ψευδομεμβράνη χρώματος κίτρινου-λευκού ή γκρίζα, ως αποτέλεσμα μιας φλεγμονώδους διεργασίας. Περιέχει κυτταρικά θρύμματα και ινώδες, ενώ σε αντίθεση με το εξίδρωμα προκαλείται από τον στρεπτόκοκκο, είναι δύσκολο να απομακρυνθεί και μπορεί να αποφράξει τη ροή του αέρα. Καθώς τα βακτήρια πολλαπλασιάζονται, παράγουν μια ισχυρή εξωτοξίνη που αποτρέπει την σύνθεση των πρωτεϊνών στα κύτταρα. Μόλις εξαπλωθεί η εξωτοξίνη στην κυκλοφορία του αίματος, εμφανίζονται ενδείξεις σήψης. Η τοξίνη μπορεί να προκαλέσει παράλυση των νεύρων και μυοκαρδίτιδα, οδηγώντας στον θάνατο.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Παρόμοια συμπτώματα μπορεί να οφείλονται σε αμυγδαλίτιδα, οστρακιά, οξεία φαρυγγίτιδα, κυνάγχη στρεπτόκοκκου, απόστημα περιαμυγδαλίτιδας, λοιμώδη μονοπυρήνωση, στηθάγχη Vincent, οξεία μονιλίαση, ρετροϊικό σύνδρομο πρωτοπαθούς ΗIV και λοιμώξεις σταφυλόκοκκου στην αναπνευστική οδό μετά από χημειοθεραπεία. Συνιστάται η εξέταση επιχρίσματος από την προσβεβλημένη περιοχή· καλλιέργειες πρέπει να λαμβάνονται σε κάθε περίσταση για επιβεβαίωση της διάγνωσης. Στον λαρυγγικό τύπο της διφθερίτιδας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το οίδημα της γλωττίδας, ξένα σωμάτια και το οπισθοφαρυγγικό απόστημα.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Εάν κάποιος ενήλικας ή ένα μη ανοσοποιημένο παιδί εμφανίσει ενδείξεις λοίμωξης, του χορηγείται αμέσως αντιτοξίνη διφθερίτιδας μαζί με προσχηματισμένα αντισώματα, χωρίς να προηγηθεί εργαστηριακή επιβεβαίωση της διάγνωσης. Επειδή η αντιτοξίνη κατασκευάζεται από ζωικό ορό, πρέπει πρώτα να αποτιμάται η υπερευαισθησία με τη χορήγηση ενδοδερμικής ένεσης αντιτοξίνης αραιωμένης σε αναλογία 1:10. Η ενδοφλέβια χορήγηση ερυθρομυκίνης για 7 έως 14 ημέρες μπορεί να μειώσει την παραγωγή εξωτοξίνης από το C. diphtheriae και να περιορίσει την εξάπλωση της νόσου.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Πριν τη χορήγηση της αντιτοξίνης πρέπει να προηγηθεί μια δερματική δοκιμασία για υπερευαισθησία τύπου ΙΙΙ.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής παρακολουθείται για αναπνευστική δυσφορία, σήψη και μυοκαρδιακή ή νευρική εμπλοκή. Για την διατήρηση της κορεσμένης αιμοσφαιρίνης (SaO2) πάνω από το 92%, χορηγείται υγροποιημένο οξυγόνο και ο ασθενής αποτιμάται για αυξημένη προσπάθεια αερισμού, χρήση πρόσθετων μυών, ρινική ερυθρότητα, συριγμό, κυάνωση και ταραχή ή μειωμένο επίπεδο συνειδητότητας. Η υπόταση, η ταχυκαρδία και οι τριγμοί κατά την ακρόαση μπορεί να αποτελούν ένδειξη καρδιακής ανεπάρκειας. Η σήψη μπορεί να προκαλέσει πυρετό, ταχυκαρδία και υπόταση. Η νευρομυϊκή συμμετοχή αξιολογείται μέσω της αδυναμίας, της παράλυσης ή αισθητήριων αλλαγών. Όλα τα δεδομένα καταγράφονται με σαφήνεια. Οι ασθενείς που λαμβάνουν αντιτοξίνη παρακολουθούνται στενά για τοπική ή περιφερική αναφυλαξία.

Η αυστηρή απομόνωση παραμένει έως ότου ληφθούν δύο αρνητικές ρινοφαρυγγικές καλλιέργειες στη σειρά, μια τουλάχιστον εβδομάδα μετά την διακοπή της φαρμακευτικής θεραπείας. Στα μη ανοσοποιημένα μέλη της οικογένειας του ασθενούς συνιστάται να λάβουν το τοξοειδές της διφθερίτιδας που θεωρείται κατάλληλο για την ηλικία τους και να ολοκληρώσουν τη σωστή σειρά ανοσοποιήσεων έναντι της διφθερίτιδας. Όλες οι περιπτώσεις διφθερίτιδας πρέπει να αναφέρονται στις τοπικές αρχές δημόσιας υγείας. Οι οικογένειες προετοιμάζονται για μια παρατεταμένη ανάρρωση, ειδικότερα όταν ο ασθενής παρουσιάζει νευρομυϊκή συμμετοχή.

Ετυμολογία

[Ελλ. diphthera, μεμβράνη]

Υπώνυμος όρος

cutaneous diphtheria
laryngeal diphtheria
surgical diphtheria