Αγγλικός όρος
enthesopathy
Ορισμός
Οποιαδήποτε νόσος επηρεάζει την πρόσφυση ενός συνδέσμου ή ενός τένοντα στο οστό. Οι ενθεσοπάθειες μπορεί να προκύψουν από φλεγμονή που σχετίζεται με καταστάσεις όπως το σύνδρομο Reiter, η ψωριασική αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Ετυμολογία
[Ελλ. en, εν + thesis, θέση + pathos, πάθος]