Αγγλικός όρος
granuloma
Ορισμός
Μια φλεγμονώδης απάντηση που συμβαίνει, όταν τα μακροφάγα αδυνατούν να καταστρέψουν ξένες ουσίες που έχουν εισέλθει ή εισβάλει στους ιστούς του οργανισμού. Μεγάλοι αριθμοί μακροφάγων προσελκύονται στην προσβεβλημένη περιοχή για περίπου επτά έως δέκα ημέρες, περικυκλώνουν το στόχο και τον εσωκλείουν. Αυτά με τη σειρά τους περικυκλώνονται από πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα, άλλα ανοσοκύτταρα και ινοβλάστες. Τα κοκκιώματα είναι συχνά σε πολλές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων της λέπρας, της φυματίωσης, της νόσου εξ ονύχων γαλής, κάποιων μυκητιασικών λοιμώξεων και ορισμένων αντιδράσεων του οργανισμού σε ξένα σώματα (π.χ., αντίδραση σε ράμματα).
Ετυμολογία
[granul + Ελλ. oma, όγκος]
Υπώνυμος όρος
granuloma annulare
apical granuloma
benign granuloma of the thyroid
coccidioidal
granuloma
dental granuloma
eosinophilic granuloma
granuloma fissuratum
foreign body granuloma
granuloma fangoides
infectious
granuloma
granuloma inguinale
granuloma iridis
lipoid granuloma
lipophagic granuloma
Majocchis granuloma
malignant
granuloma
pyogenic granuloma
granuloma pyogenicum
swimming pool granuloma
granuloma telangiectaucum
trichophytic granuloma