Αγγλικός όρος

gingivitis

Ορισμός

Λοίμωξη των ούλων που χαρακτηρίζεται από ερυθρότητα, οίδημα και τάση προς αιμορραγία.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η ουλίτιδα μπορεί να είναι τοπική λόγω λανθασμένης οδοντικής υγιεινής, τεχνητών οδοντοστοιχιών που δεν εφαρμόζουν σωστά ή άλλων εφαρμογών ή ελλειπούς σύγκλισης των οδόντων. Μπορεί να συνοδεύει γενικευμένη στοματίτιδα που σχετίζεται με στοματικές λοιμώξεις, καθώς και με λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Μπορεί ακόμη να απαντάται σε νόσους ανεπάρκειας, όπως το σκορβούτο, οι αιματολογικές δυσκρασίες, ή η δηλητηρίαση από μέταλλα.

Συνώνυμο

ulitis

Ετυμολογία

[gingiv + Ελλ. itis, φλεγμονή]

Υπώνυμος όρος

gingivitis gravidum
hyperplastic gingivitis
interstitial gingivitis
necrotizing ulcerative gingivitis
phagedenic gingivitis
pregnancy gingivitis