Αγγλικός όρος

uremia

Ορισμός

Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η αύξηση σε τοξικά επίπεδα στο αίμα των παραπροϊόντων μεταβολισμού, τα οποία φυσιολογικά αποβάλλονται μέσω των νεφρών.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Αν και ως κύριο αίτιο της ουραιμίας θεωρούνται τα αζωτούχα παράγωγα του μεταβολισμού, αυτή πιθανόν να οφείλεται μάλλον σε άλλα άχρηστα μεταβολικά προϊόντα, όπως γλυκοζυλιωμένα παράγωγα και παραπροϊόντα ανώμαλης οξείδωσης.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Περιλαμβάνουν ναυτία, εμέτους, ανορεξία, κεφαλαλγίες, ζαλάδες, κώμα ή σπασμούς.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η αιμοδιάλυση απομακρύνει πολλά από τα τοξικά παραπροϊόντα που συσσωρεύονται στο αίμα στη νεφρική ανεπάρκεια και αμβλύνει με αυτό τον τρόπο πολλά από τα συμπτώματα που συνοδεύουν την ουραιμία. Επιπρόσθετα θεραπευτικά μέτρα αποτελούν η δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες, ο έλεγχος της οξεοβασικής ισορροπίας και η λήψη συμπληρωμάτων ασβεστίου και φυλλικού οξέος.

Υπώνυμος όρος

extrarenal uremia
prerenal uremia