Αγγλικός όρος

thrombus

Ορισμός

Ένας θρόμβος του αίματος που προσκολλάται στο τοίχωμα ενός αγγείου ή οργάνου. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να αποφράξει το αγγείο ή το όργανο μέσα στο οποίο βρίσκεται, αποτρέποντας τη ροή του αίματος. Τα αντιπηκτικά χρησιμοποιούνται για την αποτροπή και αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης.

Υπώνυμος όρος

agonal thrombus
annular thrombus
antemortem thrombus
bail thrombus
hyaline thrombus
lateral thrombus
milk thrombus
mural thrombus
obstructing thrombus
occluding thrombus
parietal thrombus
postmortem thrombus
progressive thrombus
propagated thrombus
stratified thrombus
white thrombus