Θετική γνωμοδότηση από την Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) πήρε το φάρμακο Pembrolizumab, για την αντιμετώπιση του προχωρημένου μελανώματος.
Συγκεκριμένα η Επιτροπή, γνωμοδότησε θετικά για το νέο φάρμακο της anti-PD-1 θεραπείας, ως θεραπεία πρώτης γραμμής, αλλά και για ασθενείς που προηγουμένως είχαν λάβει θεραπεία, για την αντιμετώπιση του προχωρημένου (ανεγχείρητου ή μεταστατικού) μελανώματος.
Η θετική γνωμοδότηση της CHMP, βασίστηκε σε δεδομένα περισσότερων των 1.500 ενήλικων ασθενών με προχωρημένο μελάνωμα. Τώρα, θα εξεταστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για άδεια κυκλοφορίας με κεντρική διαδικασία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Η MSD έχει δεσμευτεί να διαθέσει το pembrolizumab στους ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα στην Ευρώπη το συντομότερο δυνατό και η θετική γνωμοδότηση της CHMP σηματοδοτεί τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί», δηλώνει ο Roger Dansey, επικεφαλής του θεραπευτικού τομέα και Α’ Αντιπρόεδρος του τομέα ανάπτυξης ογκολογικής φαρμάκων που βρίσκονται σε στάδιο πριν την κυκλοφορία στη Merck Research Laboratories. «Έχουμε δημιουργήσει μία μεγάλη βάση δεδομένων για το pembrolizumab στην αντιμετώπιση του προχωρημένου μελανώματος και έχουμε καταδείξει βελτίωση στην επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία και όφελος της επιβίωσης σε σύγκριση με το ipilimumab. Ανυπομονούμε να συνεργαστούμε με τις Ευρωπαϊκές Αρχές Υγείας προκειμένου το pembrolizumab να διατεθεί και στους ασθενείς στην Ευρώπη».
Το Pembrolizumab αποτελεί μια από τις πρώτες θεραπείες στη νέα κατηγορία της ανοσοθεραπείας, η οποία δρα αναστέλλοντας το μονοπάτι του PD-1 (κυτταρικού θανάτου). Το Pembrolizumab ήταν η πρώτη anti-PD-1 θεραπεία που εγκρίθηκε στις ΗΠΑ και επίσης η πρώτη θεραπεία που εντάχθηκε στο Πρόγραμμα Πρώιμης Πρόσβασης Φαρμάκων (EAMS – Early Access to Medicines Scheme) της Μεγάλης Βρετανίας, ώστε να βοηθήσει τους ασθενείς να ωφεληθούν από τις πολλά υποσχόμενες καινοτόμες θεραπείες, πριν ακόμη από την Ευρωπαϊκή τους έγκριση.
Δεδομένα για Θετική Γνωμοδότηση
Η θετική γνωμοδότηση βασίστηκε σε δεδομένα από 1.500 ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα, οι οποίοι σε τρεις μελέτες έλαβαν pembrolizumab ως μονοθεραπεία. Τα δεδομένα αυτά προήλθαν από τη μεγάλης κλίμακας Φάσης 1b KEYNOTE- 001, την τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη KEYNOTE- 002 και από την ενδιάμεση ανάλυση της δεύτερης, τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης μελέτης KEYNOTE- 006. Στην KEYNOTE- 001 τη μεγαλύτερη Φάσης 1b μελέτη που έχει γίνει μέχρι σήμερα για αντίσωμα anti-PD-1, το pembrolizumab κατέδειξε αντικειμενική ανταπόκριση που διαρκεί σε ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα. Στην KEYNOTE- 002, μελέτη Φάσης 2, φάνηκε ότι το pembrolizumab ήταν ανώτερο από τη χημειοθεραπεία στην επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου σε περιπτώσεις με προχωρημένο μελάνωμα που δεν ανταποκρίθηκαν στο ipilimumab.
Στην KEYNOTE- 006, μελέτη Φάσης 3, φάνηκε ότι το Pembrolizumab ήταν ανώτερο από το ipilimumab στη συνολική επιβίωση, την επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου και το συνολικό ποσοστό επιβίωσης. Μάλιστα, οι μελέτες διακόπηκαν πρόωρα τον Μάρτιο του 2015 βάσει των συστάσεων της ανεξάρτητης Επιτροπής Επιτήρησης Δεδομένων της μελέτης, καθώς είχε επιτύχει τους δύο βασικούς της στόχους. Η CHMP πρότεινε την έγκριση του pembrolizumab ως μονοθεραπεία σε δόση των 2mg/kg κάθε τρεις εβδομάδες, δόση η οποία είναι ήδη η εγκεκριμένη για το προχωρημένο μελάνωμα στις ΗΠΑ.
Η νόσος
Το μελάνωμα, η σοβαρότερη μορφή καρκίνου του δέρματος, χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτη αύξηση των κυττάρων που παράγουν χρωστική ουσία. Η επίπτωση του μελανώματος παρουσιάζει αύξηση τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Περίπου 232.130 νέα περιστατικά διαγνώστηκαν παγκοσμίως το 2012 εκ των οποίων εκτιμάται ότι τα 100.300 ήταν στην Ευρώπη. Η επιβίωση στα πέντε έτη για το προχωρημένο ή το μεταστατικό μελάνωμα (Σταδίου IV) εκτιμάται σε 15% έως 20%.
Το φάρμακο
Το pembrolizumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που μπλοκάρει την αλληλεπίδραση μεταξύ PD-1 (προγραμματισμένος κυτταρικό θάνατος) και των συνδετών του PD-L1 και PD-L2. Με την κατάληψη του PD-1 υποδοχέα και με την παρεμπόδιση της αλληλεπίδρασης με τους συνδέτες, το pembrolizumab απελευθερώνει από την αναστολή ανοσοαπόκρισης μέσω του PD1, συμπεριλαμβανομένης και της αντικαρκινικής ανοσοαπόκρισης.
Η MSD ηγείται ενός ταχύτατα αναπτυσσόμενου κλινικού προγράμματος για το pembrolizumab με τη διεξαγωγή περισσότερων από 85 κλινικών μελετών σε ένα ευρύ φάσμα περισσότερων από 30 τύπων νεοπλασμάτων στο οποίο συμμετέχουν περισσότεροι από 14.000 ασθενείς. Το pembrolizumab μελετάται τόσο ως μονοθεραπεία όσο και σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες.
Έρευνα στον καρκίνο
Το Τμήμα Ογκολογίας της MSD, στοχεύει να μετατρέπει τα επαναστατικά επιτεύγματα της επιστήμης σε βιοϊατρικές καινοτομίες για να βοηθά τους ανθρώπους με καρκίνο διεθνώς, ενισχύοντας την προσβασιμότητα των ασθενών στα φάρμακα και με βασική προτεραιότητα την καινοτομία στην ανοσο-ογκολογική έρευνα δίνοντας περισσότερες ελπίδες στους ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Πνευμονίτιδα παρουσιάστηκε σε 12 (2,9%) από τους 411 ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα που λάμβαναν pembrolizumab (την εγκεκριμένη ένδειξη στις Ηνωμένες Πολιτείες), περιλαμβανομένων περιστατικών Βαθμού 2 ή 3 σε 8 (1,9%) και 1 (0,2%) ασθενή, αντίστοιχα.
Κολίτιδα (περιλαμβανομένης της μικροσκοπικής κολίτιδας) παρουσιάστηκε σε 4 (1%) από τους 411 ασθενείς που λάμβαναν pembrolizumab, περιλαμβανομένων περιστατικών Βαθμού 2 ή 3 σε 1 (0,2%) και 2 (0,5%) ασθενείς αντίστοιχα.
Ηπατίτιδα (περιλαμβανομένης αυτοάνοσης ηπατίτιδας) παρουσιάστηκε σε 2 (0,5%) από τους 411 ασθενείς που λάμβαναν pembrolizumab, περιλαμβανομένου περιστατικού Βαθμού 4 σε 1 (0,2%) ασθενή.
Υποφυσίτιδα παρουσιάστηκε σε 2 (0,5%) από τους 411 ασθενείς, που λάμβαναν pembrolizumab, περιλαμβανομένου περιστατικού Βαθμού 2 σε 1 και περιστατικού Βαθμού 4 σε 1 (0,2% το καθένα) ασθενή.
Νεφρίτιδα παρουσιάστηκε σε 3 (0,7%) ασθενείς που λάμβαναν pembrolizumab, στους οποίους περιλαμβάνεται μία περίπτωση αυτοάνοσης νεφρίτιδας Βαθμού 2 (0,2%) και δύο περιπτώσεις διάμεσης νεφρίτιδας με νεφρική ανεπάρκεια (0,5%), η μία Βαθμού 3 και η μία Βαθμού 4.
Υπερθυρεοειδισμός παρουσιάστηκε σε 5 (1,2%) από τους 411 ασθενείς που λάμβαναν pembrolizumab, περιλαμβανομένων περιπτώσεων Βαθμού 2 ή 3 σε 2 (0,5%) και 1 (0,2%) ασθενή αντίστοιχα. Υποθυρεοειδισμός παρουσιάστηκε σε 34 (8,3%) από τους 411 ασθενείς που λάμβαναν pembrolizumab, περιλαμβανομένης περίπτωσης Βαθμού 3 σε 1 (0,2%) ασθενή.
Μπορεί να παρουσιαστούν άλλες κλινικά σημαντικές ανεπιθύμητες αντιδράσεις, επαγόμενες από το ανοσοποιητικό. Οι ακόλουθες κλινικά σημαντικές, ανεπιθύμητες αντιδράσεις του ανοσοποιητικού παρουσιάστηκαν σε λιγότερο από 1% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε pembrolizumab: αποφολιδωτική δερματίτιδα, ραγοειδίτιδα, αρθρίτιδα, μυοσίτιδα, παγκρεατίτιδα, αιμολυτική αναιμία, εστιακές επιληπτικές κρίσεις που εμφανίζονται σε ασθενή με φλεγμονώδεις εστίες στο εγκεφαλικό παρέγχυμα, ανεπάρκεια επινεφριδίων, μυασθενικό σύνδρομο, οπτική νευρίτιδα, και ραβδομυόλυση.
Με βάση τον μηχανισμό δράσης του, το pembrolizumab ενδέχεται να προκαλέσει βλάβη στο έμβρυο όταν χορηγείται σε έγκυο γυναίκα. Εάν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης, ή εάν η ασθενής καταστεί έγκυος κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ενημερώστε την ασθενή για τον πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο. Συμβουλεύετε τις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία να χρησιμοποιούν ιδιαίτερα αποτελεσματική αντισύλληψη κατά τη διάρκεια της θεραπείας και για 4 μήνες μετά την τελευταία δόση pembrolizumab.
Για τη θεραπεία του προχωρημένου μελανώματος, το pembrolizumab διακόπηκε για ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο 6% των 89 ασθενών που λάμβαναν τη συνιστώμενη δόση των 2 mg/kg και στο 9% των 411 ασθενών σε όλες τις υπό μελέτη δόσεις. Σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις παρουσιάστηκαν στο 36% των ασθενών που έλαβαν pembrolizumab. Οι πιο συχνές σοβαρές ανεπιθύμητες αντιδράσεις του φαρμάκου που αναφέρθηκαν στο 2% ή περισσότερο των ασθενών ήταν νεφρική ανεπάρκεια, δύσπνοια, πνευμονία, κυτταρίτιδα.
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις (αναφέρθηκαν σε ≥20% των ασθενών) ήταν κόπωση (47%), βήχας (30%), ναυτία (30%), κνησμός (30%), εξάνθημα (29%), μειωμένη όρεξη (26%), δυσκοιλιότητα (21%), αρθραλγία (20%), και διάρροια (20%).
Δοσολογία
Η συνιστώμενη δόση pembrolizumab είναι 2 mg/kg η οποία χορηγείται ως ενδοφλέβια έγχυση για 30 λεπτά κάθε τρεις εβδομάδες έως την εξέλιξη της νόσου ή μη αποδεκτή τοξικότητα. Δεν έχει διεξαχθεί κάποια επίσημη μελέτη φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης φαρμάκων με pembrolizumab. Δεν είναι γνωστό εάν το pembrolizumab εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Επειδή αρκετά φάρμακα εκκρίνονται στο μητρικό γάλα, συμβουλεύετε τις γυναίκες να διακόπτουν τη γαλουχία κατά τη διάρκεια θεραπείας με pembrolizumab. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του pembrolizumab δεν έχει τεκμηριωθεί σε παιδιατρικούς ασθενείς.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}