Το στρες στην εργασία ή στο σπίτι μπορεί να θέσει την καρδιά σε κίνδυνο. Η επίδραση του χρόνιου στρες στην αμυγδαλή του εγκεφάλου εξηγεί τον αυξημένο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, αναφέρει νέα έρευνα.
Σύμφωνα με ερευνητές του Massachusetts General Hospital και του Harvard Medical School, η αυξημένη δραστηριότητα στην αμυγδαλή μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακή νόσο, ανεξάρτητα από άλλα γνωστά αίτια, όπως κάπνισμα, υπέρταση και διαβήτη.
Σε έρευνα που έγινε σε 300 ανθρώπους, όσοι είχαν υψηλότερη δραστηριότητα στην αμυγδαλή είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρδιαγγειακή νόσο -και πιο νωρίς από άλλους.
Η νέα έρευνα εστίασε σε δυο μελέτες. Η πρώτη απεικόνισε τον εγκέφαλο, το μυελό των οστών, το σπλήνα και τις αρτηρίες 293 ασθενών που παρακολουθήθηκαν για σχεδόν 4 χρόνια, για να διαπιστωθεί αν εμφάνισαν καρδιαγγειακή νόσο. Στο διάστημα αυτό, 22 ασθενείς είχαν εμφανίσει και ήταν αυτοί με την υψηλότερη δραστηριότητα στην αμυγδαλή.
Η δεύτερη πολύ μικρή έρευνα σε 13 ασθενείς εξέτασε τη σχέση μεταξύ επιπέδων στρες και φλεγμονής. Ανακάλυψε ότι όσοι ανέφεραν τα υψηλότερα επίπεδα στρες είχαν τα υψηλότερο επίπεδα δραστηριότητας στην αμυγδαλή και περισσότερες ενδείξεις φλεγμονής στο αίμα και στις αρτηρίες.
Προηγούμενες έρευνες έδειξαν επίσης ότι η αμυγδαλή είναι πιο ενεργή σε ανθρώπους με διαταραχή μετατραυματικού στρες, άγχος και κατάθλιψη, αλλά πριν από αυτή την έρευνα καμία μελέτη δεν είχε εντοπίσει την περιοχή του εγκεφάλου που συνδέει το στρες με τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιακής προσβολής.
Ο Dr Ahmed Tawakol, του Harvard Medical School, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα δίνουν μοναδικά στοιχεία για το πώς το στρες μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακή νόσο. Αυξάνουν την πιθανότητα η μείωση του στρες να μπορεί να οδηγήσει σε οφέλη που εκτείνονται πέρα από βελτιωμένη αίσθηση ψυχικής ευεξίας.
Τελικά, το χρόνιο στρες θα μπορούσε να αντιμετωπίζεται ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, που θα εξετάζεται ως ρουτίνα και θα ρυθμίζεται αποτελεσματικά, όπως άλλοι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου, δήλωσε ο ερευνητής.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet.
Πηγές:
The Lancet.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}