Μεγάλος αριθμός ασθενών με καρκίνο στις ΗΠΑ, με ηπατίτιδα B και C, δεν γνωρίζουν ότι έχουν τον ιο, που μπορεί να προκαλέσει απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές κατά τη διάρκεια ορισμένων αγωγών κατά του καρκίνου, δήλωσαν ερευνητές.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η εξέταση για ηπατίτιδα B και C μπορεί ενδεχομένως να είναι κατάλληλη για κλινικές κατά του καρκίνου, σύμφωνα με ερευνητές του SWOG Cancer Research Network.
Η έρευνα περιέλαβε περισσότερους από 3.000 ασθενείς με καρκίνο στις ΗΠΑ, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε εξέταση αίματος για ηπατίτιδα και HIV.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ποσοστό 6.5% των ασθενών είχε στο παρελθόν ηπατίτιδα B, ποσοστό 0.6 % είχε χρόνια ηπατίτιδα Β, 2,4% είχε ηπατίτιδα C, και 1.1% είχε HIV. Πρόκειται για παρόμοια ποσοστά με αυτά του γενικού πληθυσμού στις ΗΠΑ.
Μεγάλο ποσοστά ασθενών με παλαιότερη και χρόνια ηπατίτιδα Β δεν είχε διαγνωστεί πριν την έρευνα, καθώς και 31% ασθενών με ηπατίτιδα C.
Τα ποσοστά για αδιάγνωστο HIV ήταν χαμηλά- 5.9% των ασθενών με HIV διαγνώστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Πολλοί ασθενείς δεν είχαν παράγοντες κινδύνου όπως χρήση ενέσιμων ουσιών, για τη λοίμωξη, περιλαμβανομένων 27% με ηπατίτιδα Β στο παρελθόν, 21% με χρόνια ηπατίτιδα, 32% με ηπατίτιδα C και περίπου 20 % με HIV.
Ο Dr. Scott Ramsey, δήλωσε ότι ενώ τα αποτελέσματα δεν υποδεικνύουν ότι καθολική εξέταση για HIV είναι απαραίτητη για ασθενείς με καρκίνο, παρέχουν νέες ενδείξεις για ενημέρωση της συζήτησης στην ογκολογική κοινότητα σχετικά με το αν πρέπει να απαιτείται εξέταση για ηπατίτιδα.
Δήλωσε ότι η εξέταση ενδεχομένως μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μια εποχή ανοσοθεραπείας για τον καρκίνο, επειδή οι αγωγές μπορεί ενδεχομένως να επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών και να αλλάξουν την πορεία των ιικών τους λοιμώξεων.
Ο Joseph Unger, του Hutchinson Institute, δήλωσε ότι η εξέταση των ασθενών με καρκίνο για τυχόν ύπαρξη ηπατίτιδας θα μπορούσε να εντοπίζει πολλά αδιάγνωστα περιστατικά και να συμβάλλει στην τροποποίηση της αγωγής κατά του καρκίνου ώστε να βελτιωθεί τα αποτέλεσμα.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο JAMA Oncology.
Πηγές:
JAMA Oncology.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}